πενθικός: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=penthikos
|Transliteration C=penthikos
|Beta Code=penqiko/s
|Beta Code=penqiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for mourning, mournful</b>, ὀδυρμοί Plu.2.102b ; θέα <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.50</span> ; <b class="b3">ἐσθής</b> Chor.<span class="bibl">p.6B.</span>; <b class="b3">ἐν πενθικοῖς</b> (sc. <b class="b3">ἐσθήμασι</b>) <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>33.4</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς, ἔχειν τινός</b> to be <b class="b2">in mourning</b> for a person, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.2.7</span> ; πάνυ π. ἐσκευασμένη <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>5</span>, cf. Plu.2.1 13d (v.l. [[-ητικῶς]]).</span>
|Definition=πενθική, πενθικόν, of or for [[mourning]], [[mournful]], ὀδυρμοί Plu.2.102b; θέα Porph.''Abst.''2.50; [[ἐσθής]] Chor.p.6B.; <b class="b3">ἐν πενθικοῖς</b> (''[[sc.]]'' [[ἐσθήμασι]]) [[LXX]] ''Ex.''33.4. Adv. [[πενθικῶς]], ἔχειν τινός to be [[in mourning]] for a person, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.2.7; πάνυ π. ἐσκευασμένη Luc.''Cal.''5, cf. Plu.2.1 13d ([[varia lectio|v.l.]] [[πενθητικῶς]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] zur Klage od. Trauer gehörig, Sp., πενθικοὶ ὀδυρμοί, Plut. consol. ad Apoll. p. 317; πενθικῶς ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος, um den Bruder trauern, Xen. Cyr. 5, 2, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] zur Klage od. Trauer gehörig, Sp., πενθικοὶ ὀδυρμοί, Plut. consol. ad Apoll. p. 317; πενθικῶς ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος, um den Bruder trauern, Xen. Cyr. 5, 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[de deuil]].<br />'''Étymologie:''' [[πένθος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πενθικός -ή -όν [πένθος] klaag-, rouw-; adv. πενθικῶς in rouw.
}}
{{elru
|elrutext='''πενθικός:''' [[скорбный]], [[горестный]] (ὀδυρμοί Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πενθῐκός''': -ή, -όν, ([[πένθος]]) [[πένθιμος]], Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· [[πάνυ]] π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5.
|lstext='''πενθῐκός''': -ή, -όν, ([[πένθος]]) [[πένθιμος]], Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· [[πάνυ]] π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[πένθος]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πένθος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο [[πένθος]], ο [[πένθιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενθικῶς</i><br /><b>φρ.</b> «πενθικῶς ἔχω τινός» — [[πενθώ]] για κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πενθῐκός:''' -ή, -όν ([[πένθος]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο [[πένθος]], [[πένθιμος]]· επίρρ., [[πενθικῶς]] ἔχειν τινός, βρίσκομαι σε [[πένθος]] για κάποιον, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πενθῐκός, ή, όν [[πένθος]]<br />of or for [[mourning]], [[mournful]]:—adv., [[πενθικῶς]] ἔχειν τινός to be in [[mourning]] for a [[person]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθῐκός Medium diacritics: πενθικός Low diacritics: πενθικός Capitals: ΠΕΝΘΙΚΟΣ
Transliteration A: penthikós Transliteration B: penthikos Transliteration C: penthikos Beta Code: penqiko/s

English (LSJ)

πενθική, πενθικόν, of or for mourning, mournful, ὀδυρμοί Plu.2.102b; θέα Porph.Abst.2.50; ἐσθής Chor.p.6B.; ἐν πενθικοῖς (sc. ἐσθήμασι) LXX Ex.33.4. Adv. πενθικῶς, ἔχειν τινός to be in mourning for a person, X.Cyr.5.2.7; πάνυ π. ἐσκευασμένη Luc.Cal.5, cf. Plu.2.1 13d (v.l. πενθητικῶς).

German (Pape)

[Seite 555] zur Klage od. Trauer gehörig, Sp., πενθικοὶ ὀδυρμοί, Plut. consol. ad Apoll. p. 317; πενθικῶς ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος, um den Bruder trauern, Xen. Cyr. 5, 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de deuil.
Étymologie: πένθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθικός -ή -όν [πένθος] klaag-, rouw-; adv. πενθικῶς in rouw.

Russian (Dvoretsky)

πενθικός: скорбный, горестный (ὀδυρμοί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πενθῐκός: -ή, -όν, (πένθος) πένθιμος, Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· πάνυ π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πένθος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο πένθος, ο πένθιμος.
επίρρ...
πενθικῶς
φρ. «πενθικῶς ἔχω τινός» — πενθώ για κάποιον.

Greek Monotonic

πενθῐκός: -ή, -όν (πένθος), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο πένθος, πένθιμος· επίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, βρίσκομαι σε πένθος για κάποιον, σε Ξεν.

Middle Liddell

πενθῐκός, ή, όν πένθος
of or for mourning, mournful:—adv., πενθικῶς ἔχειν τινός to be in mourning for a person, Xen.