κεκάλυμμαι: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(Bailly1_3)
 
(nl)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[καλύπτω]].
|btext=v. [[καλύπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεκάλυμμαι:''' Παθ. παρακ. του [[καλύπτω]]· <i>κεκάλυπτο</i>, γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. <i>κέκᾰμον</i>, Επικ. αόρ. βʹ του [[κάμνω]]· [[κεκάμω]], υποτ.· γʹ πληθ. <i>κεκάμωσι</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''κεκάλυμμαι:''' pf. pass. к [[καλύπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεκάλυμμαι indic. perf. med. van καλύπτω.
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

v. καλύπτω.

Greek Monotonic

κεκάλυμμαι: Παθ. παρακ. του καλύπτω· κεκάλυπτο, γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. κέκᾰμον, Επικ. αόρ. βʹ του κάμνω· κεκάμω, υποτ.· γʹ πληθ. κεκάμωσι.

Russian (Dvoretsky)

κεκάλυμμαι: pf. pass. к καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκάλυμμαι indic. perf. med. van καλύπτω.