δύσχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(Bailly1_2)
mNo edit summary
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dyschristos
|Transliteration C=dyschristos
|Beta Code=du/sxrhstos
|Beta Code=du/sxrhstos
|Definition=ον, (χράομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to use, inconvenient</b>, opp. <b class="b3">εὔχρηστος</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.54</span>, cf. Sch.Il.<span class="title">Oxy.</span>221 vii 14; ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ . . δ. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.26</span>; <b class="b2">intractable</b>, κύνες <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyn.</span>3.11</span>; of troops, <span class="bibl">Plb.4.11.8</span> (Sup.); <b class="b3">δ. ἐξουσία</b> <b class="b2">hard to use well</b>, <span class="bibl">Isoc.8.103</span>; <b class="b3">δύσχρηστα</b> <b class="b2">inconveniences</b>, <span class="bibl">Cic. <span class="title">Att.</span>7.5.3</span>, cf. <span class="bibl">D.S.4.8</span>. Adv. -τως<b class="b3">, διακεῖσθαι</b> to be <b class="b2">in difficulties, unmanageable</b>, of ships, <span class="bibl">Plb.1.61.4</span>; of troops, ἀπαλλάττειν <span class="bibl">Id.4.64.7</span>; δ. ἔχειν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>19</span>:—synon. for <b class="b3">οὐ χρησίμως</b>, <span class="bibl">Str.17.2.4</span>.</span>
|Definition=δύσχρηστον, ([[χράομαι]]) [[hard to use]], [[inconvenient]], opp. [[εὔχρηστος]], Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14; ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. X.Cyr.3.3.26; [[intractable]], κύνες Id.Cyn.3.11; of [[troop]]s, Plb.4.11.8 (Sup.); δύσχρηστος [[ἐξουσία]] = [[hard to use well]], Isoc.8.103; [[δύσχρηστα]] = [[inconvenience]]s, Cic. Att.7.5.3, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.8. Adv. [[δυσχρήστως διακεῖσθαι]] = [[be in difficulties]], [[be in an embarrassing situation]], [[lack an escape route]], [[be in distress]], [[be unmanageable]], of [[ship]]s, Plb.1.61.4; of ''troop''s, [[ἀπαλλάττειν]] Id.4.64.7; δυσχρήστως ἔχειν Plu.Aem.19:—synon. for οὐ [[χρησίμως]], Str.17.2.4.
}}
{{DGE
|dgtxt=δύσχρηστον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de usar]] ἡ [[ἐξουσία]] Isoc.8.103, μία ἐπὶ πάντων μέθοδος Arist.<i>Top</i>.102<sup>b</sup>37.<br /><b class="num">2</b> [[molesto]], [[incómodo]] de pers. (ὁ [[δίκαιος]]) δύσχρηστος ἡμῖν ἐστιν [[LXX]] <i>Is</i>.3.10, <i>Sap</i>.2.12, de cosas ἐγγηρᾶσθαι δέ, δύσχρηστον Hp.<i>Aph</i>.2.54, τὸ [[λατομεῖον]] Str.12.2.8, ἐσθῆτα ... μείζω τοῦ σώματος ἔχειν D.Chr.17.21<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ δύσχρηστα [[inconvenientes]] πολλὰ δύσχρηστα συμβαίνει τοῖς ἱστοροῦσι [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.8, cf. Cic.<i>Att</i>.128.5.<br /><b class="num">3</b> [[inservible]] ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ... δ. X.<i>Cyr</i>.3.3.26, de los perros de caza sin adiestrar, X.<i>Cyn</i>.3.11, de tropas, Plb.4.11.8, [[ἵππος]] Plu.<i>Alex</i>.6, τὰ γὰρ εὔχρηστα τῆς φιλίας δύσχρηστα γίγνεται διὰ τὴν πολυφιλίαν Plu.2.95b, ([[ἀσπίς]]) δύσχρηστος ἐν ὕδασιν Sch.Er.<i>Il</i>.21.163 (p.92).<br /><b class="num">4</b> [[apurado]], [[difícil]] ἐν καιρῷ περὶ πάντα γενομένῳ δυσχρήστῳ en un tiempo que en todos los órdenes fue de dificultades (económicas)</i> <i>IStratonikeia</i> 275.17 (II/III d.C.).<br /><b class="num">5</b> gram. [[inusitado]], [[incorrecto]] ἐνεστὼς ... δύσχρηστος ἀντὶ τοῦ ... ἀορίστου Eust.934.48.<br /><b class="num">II</b> adv. [[δυσχρήστως]]<br /><b class="num">1</b> [[con molestia]], [[incómodamente]] δυσχρήστως ... ζυγομαχῶν τοῦτον Men.<i>Dysc</i>.249<br /><b class="num"></b>[[con dificultad]] δυσχρήστως ἀπαλλάττοντες Plb.4.64.7, ἔχειν δυσχρήστως Posidonius 1.<br /><b class="num">2</b> [[de manera inservible]] νῆες γέμουσαι δυσχρήστως διέκειντο πρὸς τὸν κίνδυνον Plb.1.61.4, op. [[χρησίμως]] Str.17.2.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] schlecht zu gebrauchen, unbrauchbar, [[στράτευμα]] Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 18, 15, 9; vgl. Dem. 58, 63; untauglich, unnütz, VLL.; [[ἵππος]], schwer zu lenken, Plut. Alex. 6. – Adv., δυσχρήστως διακεῖσθαι, = ἀπορεῖν, Pol. 5, 18, 11 u. öfter; ἔχειν, zu nichts nütze sein, Plut. Aem. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] [[schlecht zu gebrauchen]], [[unbrauchbar]], [[στράτευμα]] Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 18, 15, 9; vgl. Dem. 58, 63; untauglich, unnütz, VLL.; [[ἵππος]], schwer zu lenken, Plut. Alex. 6. – Adv., [[δυσχρήστως διακεῖσθαι]], = [[ἀπορεῖν]], Pol. 5, 18, 11 u. öfter; ἔχειν, zu nichts nütze sein, Plut. Aem. 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[embarrassant]], [[peu commode]];<br /><b>2</b> [[difficile à manier]], [[rétif]], [[ombrageux]], d'un [[commerce]] [[difficile]] ; <i>en parl. de choses</i> dont l'usage est [[difficile]] <i>ou</i> [[délicat]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[χράομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=δύσχρηστος -ον [δυσ-, χράομαι] [[slecht bruikbaar]], [[onhandelbaar]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσχρηστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[негодный]], [[неприменимый]], [[ненужный]], [[бесполезный]] ([[στράτευμα]] Xen.; [[μέθοδος]] Arst.; ὑπ᾽ ἀταξίας, ''[[sc.]]'' [[στρατιώτης]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[непокорный]], [[норовистый]] ([[ἵππος]] Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δύσχρηστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται, [[ακατάλληλος]] για [[χρήση]]<br /><b>2.</b> αυτός που σπάνια χρησιμοποιείται<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός του οποίου η [[χρήση]] δημιουργεί δυσκολίες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] να αποφεύγει [[κανείς]] να χρησιμοποιεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσχρηστος:''' -ον ([[χράομαι]]), [[δύσκολος]] στη [[χρήση]], [[σχεδόν]] [[άχρηστος]], [[ανώφελος]], σε Ξεν.· απείθαρχος, [[ανυπάκουος]], στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[δυσκολία]], [[ενόχληση]], [[δυσφορία]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσχρηστος''': ον ([[χράομαι]])· - [[δύσκολος]] πρὸς χρήσιν, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], [[σχεδόν]] [[ἀνωφελής]], ἀντίθ. [[εὔχρηστος]], Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν [[δύσκολος]] ἡ [[χρῆσις]] ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. [[ἐξουσία]], ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις [[καλῶς]], Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως [[διάκειμαι]], εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.
|lstext='''δύσχρηστος''': ον ([[χράομαι]])· - [[δύσκολος]] πρὸς χρήσιν, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], [[σχεδόν]] [[ἀνωφελής]], ἀντίθ. [[εὔχρηστος]], Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν [[δύσκολος]] ἡ [[χρῆσις]] ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. [[ἐξουσία]], ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις [[καλῶς]], Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως [[διάκειμαι]], εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> embarrassant, peu commode;<br /><b>2</b> difficile à manier, rétif, ombrageux, d’un commerce difficile ; <i>en parl. de choses</i> dont l’usage est difficile <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χράομαι]].
|mdlsjtxt=δύσ-χρηστος, ον [[χράομαι]]<br />[[hard]] to use, [[nearly]] [[useless]], Xen.; [[intractable]], Xen.:—adv. -τως ἔχειν to be in [[distress]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 16:14, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσχρηστος Medium diacritics: δύσχρηστος Low diacritics: δύσχρηστος Capitals: ΔΥΣΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: dýschrēstos Transliteration B: dyschrēstos Transliteration C: dyschristos Beta Code: du/sxrhstos

English (LSJ)

δύσχρηστον, (χράομαι) hard to use, inconvenient, opp. εὔχρηστος, Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14; ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. X.Cyr.3.3.26; intractable, κύνες Id.Cyn.3.11; of troops, Plb.4.11.8 (Sup.); δύσχρηστος ἐξουσία = hard to use well, Isoc.8.103; δύσχρηστα = inconveniences, Cic. Att.7.5.3, cf. D.S.4.8. Adv. δυσχρήστως διακεῖσθαι = be in difficulties, be in an embarrassing situation, lack an escape route, be in distress, be unmanageable, of ships, Plb.1.61.4; of troops, ἀπαλλάττειν Id.4.64.7; δυσχρήστως ἔχειν Plu.Aem.19:—synon. for οὐ χρησίμως, Str.17.2.4.

Spanish (DGE)

δύσχρηστον
I 1difícil de usarἐξουσία Isoc.8.103, μία ἐπὶ πάντων μέθοδος Arist.Top.102b37.
2 molesto, incómodo de pers. (ὁ δίκαιος) δύσχρηστος ἡμῖν ἐστιν LXX Is.3.10, Sap.2.12, de cosas ἐγγηρᾶσθαι δέ, δύσχρηστον Hp.Aph.2.54, τὸ λατομεῖον Str.12.2.8, ἐσθῆτα ... μείζω τοῦ σώματος ἔχειν D.Chr.17.21
neutr. plu. subst. τὰ δύσχρηστα inconvenientes πολλὰ δύσχρηστα συμβαίνει τοῖς ἱστοροῦσι D.S.4.8, cf. Cic.Att.128.5.
3 inservible ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ... δ. X.Cyr.3.3.26, de los perros de caza sin adiestrar, X.Cyn.3.11, de tropas, Plb.4.11.8, ἵππος Plu.Alex.6, τὰ γὰρ εὔχρηστα τῆς φιλίας δύσχρηστα γίγνεται διὰ τὴν πολυφιλίαν Plu.2.95b, (ἀσπίς) δύσχρηστος ἐν ὕδασιν Sch.Er.Il.21.163 (p.92).
4 apurado, difícil ἐν καιρῷ περὶ πάντα γενομένῳ δυσχρήστῳ en un tiempo que en todos los órdenes fue de dificultades (económicas) IStratonikeia 275.17 (II/III d.C.).
5 gram. inusitado, incorrecto ἐνεστὼς ... δύσχρηστος ἀντὶ τοῦ ... ἀορίστου Eust.934.48.
II adv. δυσχρήστως
1 con molestia, incómodamente δυσχρήστως ... ζυγομαχῶν τοῦτον Men.Dysc.249
con dificultad δυσχρήστως ἀπαλλάττοντες Plb.4.64.7, ἔχειν δυσχρήστως Posidonius 1.
2 de manera inservible νῆες γέμουσαι δυσχρήστως διέκειντο πρὸς τὸν κίνδυνον Plb.1.61.4, op. χρησίμως Str.17.2.4.

German (Pape)

[Seite 691] schlecht zu gebrauchen, unbrauchbar, στράτευμα Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 18, 15, 9; vgl. Dem. 58, 63; untauglich, unnütz, VLL.; ἵππος, schwer zu lenken, Plut. Alex. 6. – Adv., δυσχρήστως διακεῖσθαι, = ἀπορεῖν, Pol. 5, 18, 11 u. öfter; ἔχειν, zu nichts nütze sein, Plut. Aem. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 embarrassant, peu commode;
2 difficile à manier, rétif, ombrageux, d'un commerce difficile ; en parl. de choses dont l'usage est difficile ou délicat.
Étymologie: δυσ-, χράομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δύσχρηστος -ον [δυσ-, χράομαι] slecht bruikbaar, onhandelbaar.

Russian (Dvoretsky)

δύσχρηστος:
1 негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный (στράτευμα Xen.; μέθοδος Arst.; ὑπ᾽ ἀταξίας, sc. στρατιώτης Plut.);
2 непокорный, норовистый (ἵππος Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δύσχρηστος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται, ακατάλληλος για χρήση
2. αυτός που σπάνια χρησιμοποιείται
νεοελλ.
αυτός του οποίου η χρήση δημιουργεί δυσκολίες
αρχ.
αυτός τον οποίο πρέπει να αποφεύγει κανείς να χρησιμοποιεί.

Greek Monotonic

δύσχρηστος: -ον (χράομαι), δύσκολος στη χρήση, σχεδόν άχρηστος, ανώφελος, σε Ξεν.· απείθαρχος, ανυπάκουος, στον ίδ.· επίρρ. -τως ἔχειν, βρίσκομαι σε δυσκολία, ενόχληση, δυσφορία, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δύσχρηστος: ον (χράομαι)· - δύσκολος πρὸς χρήσιν, δύσκολος, δυσχερής, σχεδόν ἀνωφελής, ἀντίθ. εὔχρηστος, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν δύσκολοςχρῆσις ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. ἐξουσία, ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις καλῶς, Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως διάκειμαι, εἶμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.

Middle Liddell

δύσ-χρηστος, ον χράομαι
hard to use, nearly useless, Xen.; intractable, Xen.:—adv. -τως ἔχειν to be in distress, Plut.