λυκοδίωκτος: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lykodioktos
|Transliteration C=lykodioktos
|Beta Code=lukodi/wktos
|Beta Code=lukodi/wktos
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wolf-chased</b>, δάμαλις <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>351</span> (lyr., restored by Herm. for <b class="b3">λευκόδικτος</b>).</span>
|Definition=[ῐ], ον, [[wolf-chased]], δάμαλις A.''Supp.''351 (lyr., restored by Herm. for [[λευκόδικτος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[poursuivi par un loup]].<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[διώκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῠκοδίωκτος:''' [[преследуемый волком]] ([[δάμαλις]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκοδίωκτος''': -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, [[δάμαλις]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ [[λευκόδικτος]]).
|lstext='''λῠκοδίωκτος''': -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, [[δάμαλις]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ [[λευκόδικτος]]).
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />poursuivi par un loup.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[διώκω]].
|mltxt=[[λυκοδίωκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κυνηγήθηκε, που καταδιώχθηκε από λύκο («λυκοδίωκτον ὡς δάμαλιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίωκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διωκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[διώκω]]), [[πρβλ]]. [[δημοδίωκτος]], [[κυκλοδίωκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοδίωκτος Medium diacritics: λυκοδίωκτος Low diacritics: λυκοδίωκτος Capitals: ΛΥΚΟΔΙΩΚΤΟΣ
Transliteration A: lykodíōktos Transliteration B: lykodiōktos Transliteration C: lykodioktos Beta Code: lukodi/wktos

English (LSJ)

[ῐ], ον, wolf-chased, δάμαλις A.Supp.351 (lyr., restored by Herm. for λευκόδικτος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poursuivi par un loup.
Étymologie: λύκος, διώκω.

Russian (Dvoretsky)

λῠκοδίωκτος: преследуемый волком (δάμαλις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοδίωκτος: -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, δάμαλις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ λευκόδικτος).

Greek Monolingual

λυκοδίωκτος, -ον (Α)
αυτός που κυνηγήθηκε, που καταδιώχθηκε από λύκο («λυκοδίωκτον ὡς δάμαλιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -δίωκτος (< διωκτός < διώκω), πρβλ. δημοδίωκτος, κυκλοδίωκτος].