γνώστης: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(Bailly1_1) |
mNo edit summary |
||
(38 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gnostis | |Transliteration C=gnostis | ||
|Beta Code=gnw/sths | |Beta Code=gnw/sths | ||
|Definition= | |Definition=γνώστου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[knower]], [[one that knows]], γνώστης τῶν ἐθῶν ''Act.Ap.''26.3; τοῦ εὐαγγελίου ''Sammelb.''421.1 (iii A. D.): esp. [[one who knows the future]], [[diviner]], [[LXX]] ''1 Ki.''28.3.<br><span class="bld">II</span> = [[γνωστήρ]], [[surety]], γνώστης τῆς πίστεως Plu.''Flam.''4; [[expert witness]] or [[valuer]], PLips.106.10 (i A. D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[garante]] τῆς πίστεως Plu.<i>Flam</i>.4.<br /><b class="num">2</b> [[conocedor]], [[sabedor]] πάντων τῶν κατὰ Ἰουδαίους ἐθῶν <i>Act.Ap</i>.26.3, τοῦ εὐαγγελίου <i>SB</i> 421.1 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>en lit. jud. crist. de Dios τῶν κρυπτῶν γ. conocedor de lo oculto</i>, <i>A.Xanthipp</i>.28, cf. <i>Orac.Sib.Fr</i>.1.4, Dion.Ar.<i>DN</i> 1.6.<br /><b class="num">II</b> subst. [[sabio]], [[vate]], [[adivino]] [[LXX]] 1<i>Re</i>.28.3, τοὺς γνώστας μάντεις ἐκάλουν Thdt.<i>Qu.in</i> 4<i>Re</i>.32. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0499.png Seite 499]] ὁ, dasselbe; πίστεως παρέχεσθαι καὶ βεβαιωτήν Plut. Flam. 4; übh. der Kenner, N. T.; vgl. Möris p. 116. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0499.png Seite 499]] ὁ, dasselbe; πίστεως παρέχεσθαι καὶ βεβαιωτήν Plut. Flam. 4; übh. der Kenner, [[NT|N.T.]]; vgl. Möris p. 116. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[répondant]], [[garant]];<br />[[NT]]: [[connaisseur]] ; [[expert]].<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γνώστης]] -ου, ὁ [[γιγνώσκω]] [[kenner]], met gen.: γ. πάντων τῶν κατὰ Ἰουδαίους [[ἐθῶν]] τε καὶ ζητημάτων kenner van alle gebruiken en geschilpunten bij de Joden NT Act. Ap. 26.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γνώστης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1</b> [[знаток]] (πάντων τῶν [[ἐθῶν]] NT);<br /><b class="num">2</b> [[свидетель]], [[поручитель]] (γ. καὶ βεβαιωτὴς τῆς πίστεως Plut.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[γιγνώσκω]]<br /><b class="num">I.</b> [[one that knows]], [[NT]].<br /><b class="num">II.</b> a [[surety]], Plut. | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[γινώσκω]]; a [[knower]]: [[expert]]. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=γνωστου, ὁ (a knower), an [[expert]]; a connoisseur: [[Plutarch]], Flam c. 4; Θεός ὁ τῶν κρύπτων [[γνώστης]], Hist. Susanna, [[verse]] 42; of those [[who]] [[divine]] the [[future]], 1 Samuel 28:3,9, etc.) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[γνώστης]])<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει καλά [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]], [[συνετός]]<br /><b>3.</b> [[προφήτης]], [[μάντης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γνωστήρ]], [[εγγυητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γνωστεύω]], [[γνωστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναγνώστης]], [[καρδιογνώστης]], [[προγνώστης]], [[φιλαναγνώστης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαγνώστης]], [[υπαναγνώστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>Αθηνογνώστης</i>, [[ανθρωπογνώστης]], [[αρχαιογνώστης]], [[βιβλιογνώστης]], [[γεωγνώστης]], <i>γραφογνώστης</i>, <i>εδαφογνώστης</i>, <i>θαλασσογνώστης</i>, <i>κειμενογνώστης</i>, <i>κοσμογνώστης</i>, [[ορυκτογνώστης]], [[παντογνώστης]], [[φαρμακογνώστης]], [[φυσιογνώστης]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γνώστης:''' -ου, ὁ ([[γιγνώσκω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που γνωρίζει (το [[μέλλον]]), [[προφήτης]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[εγγυητής]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνώστης''': -ου, ὁ, ὁ γιγνώσκων, τῶν ἐθῶν Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 3· ἰδίως ὁ γιγνώσκων τὸ μέλλον, [[προφήτης]], [[μάντις]], Ἑβδ. (1 Βασιλ. κη΄ , 3). ΙΙ. = [[γνωστήρ]], [[ἐγγυητής]], [[βεβαιωτής]], Πλούτ. Φλαμ. 4, κτλ. | |lstext='''γνώστης''': -ου, ὁ, ὁ γιγνώσκων, τῶν ἐθῶν Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 3· ἰδίως ὁ γιγνώσκων τὸ μέλλον, [[προφήτης]], [[μάντις]], Ἑβδ. (1 Βασιλ. κη΄, 3). ΙΙ. = [[γνωστήρ]], [[ἐγγυητής]], [[βεβαιωτής]], Πλούτ. Φλαμ. 4, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Chinese | ||
| | |sngr='''原文音譯''':gnèsthj 格挪士帖士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':知道(者)<br />'''字義溯源''':知曉者,專家,熟悉;源自([[γινώσκω]])*=知道)。註:在( 徒26:3)和合本的‘熟悉’,英文欽定本用的就是:專家(expert)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 熟悉(1) 徒26:3 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:38, 25 November 2023
English (LSJ)
γνώστου, ὁ,
A knower, one that knows, γνώστης τῶν ἐθῶν Act.Ap.26.3; τοῦ εὐαγγελίου Sammelb.421.1 (iii A. D.): esp. one who knows the future, diviner, LXX 1 Ki.28.3.
II = γνωστήρ, surety, γνώστης τῆς πίστεως Plu.Flam.4; expert witness or valuer, PLips.106.10 (i A. D.).
Spanish (DGE)
-ου
I 1garante τῆς πίστεως Plu.Flam.4.
2 conocedor, sabedor πάντων τῶν κατὰ Ἰουδαίους ἐθῶν Act.Ap.26.3, τοῦ εὐαγγελίου SB 421.1 (III d.C.)
•en lit. jud. crist. de Dios τῶν κρυπτῶν γ. conocedor de lo oculto, A.Xanthipp.28, cf. Orac.Sib.Fr.1.4, Dion.Ar.DN 1.6.
II subst. sabio, vate, adivino LXX 1Re.28.3, τοὺς γνώστας μάντεις ἐκάλουν Thdt.Qu.in 4Re.32.
German (Pape)
[Seite 499] ὁ, dasselbe; πίστεως παρέχεσθαι καὶ βεβαιωτήν Plut. Flam. 4; übh. der Kenner, N.T.; vgl. Möris p. 116.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
répondant, garant;
NT: connaisseur ; expert.
Étymologie: γιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνώστης -ου, ὁ γιγνώσκω kenner, met gen.: γ. πάντων τῶν κατὰ Ἰουδαίους ἐθῶν τε καὶ ζητημάτων kenner van alle gebruiken en geschilpunten bij de Joden NT Act. Ap. 26.3.
Russian (Dvoretsky)
γνώστης: ου ὁ
1 знаток (πάντων τῶν ἐθῶν NT);
2 свидетель, поручитель (γ. καὶ βεβαιωτὴς τῆς πίστεως Plut.).
Middle Liddell
γιγνώσκω
I. one that knows, NT.
II. a surety, Plut.
English (Strong)
from γινώσκω; a knower: expert.
English (Thayer)
γνωστου, ὁ (a knower), an expert; a connoisseur: Plutarch, Flam c. 4; Θεός ὁ τῶν κρύπτων γνώστης, Hist. Susanna, verse 42; of those who divine the future, 1 Samuel 28:3,9, etc.)
Greek Monolingual
ο (AM γνώστης)
1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι
2. έμπειρος, συνετός
3. προφήτης, μάντης
αρχ.
γνωστήρ, εγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω.
ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός.
ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης
αρχ.
διαγνώστης, υπαναγνώστης
νεοελλ.
Αθηνογνώστης, ανθρωπογνώστης, αρχαιογνώστης, βιβλιογνώστης, γεωγνώστης, γραφογνώστης, εδαφογνώστης, θαλασσογνώστης, κειμενογνώστης, κοσμογνώστης, ορυκτογνώστης, παντογνώστης, φαρμακογνώστης, φυσιογνώστης].
Greek Monotonic
γνώστης: -ου, ὁ (γιγνώσκω),
I. αυτός που γνωρίζει (το μέλλον), προφήτης, σε Καινή Διαθήκη
II. εγγυητής, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
γνώστης: -ου, ὁ, ὁ γιγνώσκων, τῶν ἐθῶν Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 3· ἰδίως ὁ γιγνώσκων τὸ μέλλον, προφήτης, μάντις, Ἑβδ. (1 Βασιλ. κη΄, 3). ΙΙ. = γνωστήρ, ἐγγυητής, βεβαιωτής, Πλούτ. Φλαμ. 4, κτλ.
Chinese
原文音譯:gnèsthj 格挪士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:知道(者)
字義溯源:知曉者,專家,熟悉;源自(γινώσκω)*=知道)。註:在( 徒26:3)和合本的‘熟悉’,英文欽定本用的就是:專家(expert)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 熟悉(1) 徒26:3