κανηφόρος: Difference between revisions
(7) |
m (Text replacement - "Geräth" to "Gerät") |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaniforos | |Transliteration C=kaniforos | ||
|Beta Code=kanhfo/ros | |Beta Code=kanhfo/ros | ||
|Definition=(parox.), ον, | |Definition=(parox.), ον, [[carrying a basket]]: [[Κανηφόροι]], αἱ, at Athens, title of maidens who carried baskets in procession at festivals, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''242 (sg.), al. (cf. Sch. ad loc.), Hermipp.26, ''IG''22.896.9 (sg.); represented in works of art, Cic.''Verr.''4.3.5, Plin.''HN''36.25; elsewhere, as title of priestess, κ. θεᾶς Ἀρτέμιδος ''CIG''4362 (Pisid.); κ. Ἀρσινόης Φιλαδέλφου ''PCair.Zen.''3 (iii B.C.), ''PTeb.''176 (iii/ii B.C.), cf. ''PStrassb.''83.10 (ii B.C.), etc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1320.png Seite 1320]] korbtragend, gew. ἡ καν., die Jungfrau, welche in Athen an den Festen der Demeter u. Athene, wie an den Dionysien einen Korb mit heiligen Geräten auf dem Kopfe in Procession trug, Ar. Av. 1551; Inscr. u. VLL. Hierzu erwählt zu werden galt als eine hohe Ehre. Die Künstler stellten oft solche weibliche Gestalten dar, die mit beiden Händen einen Korb auf dem Kopfe hielten; am berühmtesten waren die Kanephoren des Polyklet und des Skopas. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui porte une corbeille ; <i>particul. à Athènes</i> αἱ κανηφόροι les canéphores, <i>jeunes filles qui portaient sur leur tête les corbeilles contenant les objets pour le sacrifice</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κάνεον]], [[φέρω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κανηφόρος Dor. καναφόρος [[[κάνεον]], [[φέρω]]] relig. een mand dragend; subst. αἱ Κανηφόροι de Kanephoren (manddraagsters bij processie in Athene en op het eiland Kos). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰνηφόρος:''' ἡ культ. канефора (девушка, несущая на голове корзину со священной утварью для жертвоприношения) Arph. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰνηφόρος''': -ον, ὁ φέρων τὸ ἱερὸν [[κάνιστρον]].-Κανηφόροι, αἱ, παρθένοι ἐν Ἀθήναις φέρουσαι ἐπὶ τῶν κεφαλῶν αὑτῶν κατὰ τὰς πομπὰς κανᾶ ἐν οἷς ὑπῆρχον τὰ ἱερὰ σκεύη ὧν [[χρῆσις]] ἐγίνετο κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Δήμητρος, τοῦ Διονύσου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 242, 260, Ὄρν. 1551, Ἐπιγραφ. Ἀττ. παρὰ τῷ Ussing σ. 46. - Καθ’ Ἡσύχ.: «κανηφόροι· ἐν ταῖς πομπαῖς αἱ ἐν ἀξιώματι παρθένοι ἐκανηφόρουν, [[ὥσπερ]] καὶ ἐν τοῖς Παναθηναίοις. οὐ πάσαις δὲ ἐφεῖτο κανηφορεῖν»· -[[ὡσαύτως]], καν. θεᾶς Ἀρτέμιδος Ἐπιγραφ. Πισιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4362. Αἱ Ἀθηναῖαι κανηφόροι ὤφειλον νὰ ἔχωσιν ἡλικίαν ἀνωτέραν τῶν [[δέκα]] ἐτῶν, εἶχον τὴν κόμην πεπασμένην, ἔφερον δὲ ὁρμαθὸν ξηρῶν σύκων καὶ ἕτεραι ἐπεσκίαζον αὐτὰς [[ἄνωθεν]] διὰ σκιαδίου ἢ θολίας. Τὸ [[ὑπούργημα]] αὐτῶν, [[ὅπερ]] ἐθεωρεῖτο ὡς ἡ μεγίστη [[τιμή]], ἐκαλεῖτο [[κανηφορία]], καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[κανηφορέω]]. Τοιαῦτα ἀγάλματα παρθένων, αἵτινες δι’ ἑκατέρων τῶν χεινῶν κρατοῦσιν ἐπὶ κεφαλῆς κανοῦν, [[πολλάκις]] κατεσκεύαζον οἱ ἀρχαῖοι τεχνῖται, τὰ περιφημότερα δὲ τούτων ἦσαν αἱ Κανηφόροι τοῦ Πολυκλείτου καὶ τοῦ Σκόπα, πρβλ. Mūller Archāol. d. Kunst § 422. 7. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κανηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κάνιστρο]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κανηφόρος]]<br />α) [[τίτλος]] ιέρειας<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κανηφόροι</i><br />i) [[ονομασία]] τών παρθένων που κρατούσαν [[πάνω]] στο [[κεφάλι]] κάνιστρα με τα ιερά σκεύη [[κατά]] την [[τέλεση]] εορταστικών πομπών<br />ii) τα έργα τέχνης που αναπαριστούσαν τις κανηφόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κανηφόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κανε</i>-<i>η</i>-[[φόρος]] ([[αντί]] του αναμενόμενου <i>κανεο</i>-[[φόρος]]) <span style="color: red;"><</span> [[κάνεον]] «[[πανέρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[αχθοφόρος]], [[κερδοφόρος]]. Το -<i>η</i>-[[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]] που εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις [[αντί]] του -<i>ο</i>- ([[πρβλ]]. <i>δρεπαν</i>-<i>η</i>-[[φόρος]], <i>ομφαλ</i>-<i>η</i>-[[τόμος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κρατά [[ιερό]] [[κάνιστρο]]· <i>Κανηφόροι</i>, <i>αἱ</i>, αυτές που κρατούν τα Ιερά Κάνιστρα· στην Αθήνα, παρθένες που έφεραν πάνω στα κεφάλια τους καλάθια που περιείχαν ιερά [[σκεύη]] που χρησιμοποιούνταν στις γιορτές προς [[τιμή]] της Δήμητρας, του Διονύσου και της Αθηνάς, σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰνη-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[carrying]] a [[basket]]:— Κανηφόροι, αἱ, Basket-bearers, at [[Athens]], maidens who carried on [[their]] heads baskets containing the [[sacred]] things used at the feasts of [[Demeter]], [[Bacchus]] and [[Athena]], Ar. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[κάνεον]], [[κανοῦν]], τό (=[[πανέρι]]) + [[φέρω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπό τό [[κανηφόρος]]: [[κανηφορία]], κανηφορῶ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:42, 22 November 2024
English (LSJ)
(parox.), ον, carrying a basket: Κανηφόροι, αἱ, at Athens, title of maidens who carried baskets in procession at festivals, Ar.Ach.242 (sg.), al. (cf. Sch. ad loc.), Hermipp.26, IG22.896.9 (sg.); represented in works of art, Cic.Verr.4.3.5, Plin.HN36.25; elsewhere, as title of priestess, κ. θεᾶς Ἀρτέμιδος CIG4362 (Pisid.); κ. Ἀρσινόης Φιλαδέλφου PCair.Zen.3 (iii B.C.), PTeb.176 (iii/ii B.C.), cf. PStrassb.83.10 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1320] korbtragend, gew. ἡ καν., die Jungfrau, welche in Athen an den Festen der Demeter u. Athene, wie an den Dionysien einen Korb mit heiligen Geräten auf dem Kopfe in Procession trug, Ar. Av. 1551; Inscr. u. VLL. Hierzu erwählt zu werden galt als eine hohe Ehre. Die Künstler stellten oft solche weibliche Gestalten dar, die mit beiden Händen einen Korb auf dem Kopfe hielten; am berühmtesten waren die Kanephoren des Polyklet und des Skopas.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une corbeille ; particul. à Athènes αἱ κανηφόροι les canéphores, jeunes filles qui portaient sur leur tête les corbeilles contenant les objets pour le sacrifice.
Étymologie: κάνεον, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κανηφόρος Dor. καναφόρος [κάνεον, φέρω] relig. een mand dragend; subst. αἱ Κανηφόροι de Kanephoren (manddraagsters bij processie in Athene en op het eiland Kos).
Russian (Dvoretsky)
κᾰνηφόρος: ἡ культ. канефора (девушка, несущая на голове корзину со священной утварью для жертвоприношения) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνηφόρος: -ον, ὁ φέρων τὸ ἱερὸν κάνιστρον.-Κανηφόροι, αἱ, παρθένοι ἐν Ἀθήναις φέρουσαι ἐπὶ τῶν κεφαλῶν αὑτῶν κατὰ τὰς πομπὰς κανᾶ ἐν οἷς ὑπῆρχον τὰ ἱερὰ σκεύη ὧν χρῆσις ἐγίνετο κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Δήμητρος, τοῦ Διονύσου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 242, 260, Ὄρν. 1551, Ἐπιγραφ. Ἀττ. παρὰ τῷ Ussing σ. 46. - Καθ’ Ἡσύχ.: «κανηφόροι· ἐν ταῖς πομπαῖς αἱ ἐν ἀξιώματι παρθένοι ἐκανηφόρουν, ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς Παναθηναίοις. οὐ πάσαις δὲ ἐφεῖτο κανηφορεῖν»· -ὡσαύτως, καν. θεᾶς Ἀρτέμιδος Ἐπιγραφ. Πισιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4362. Αἱ Ἀθηναῖαι κανηφόροι ὤφειλον νὰ ἔχωσιν ἡλικίαν ἀνωτέραν τῶν δέκα ἐτῶν, εἶχον τὴν κόμην πεπασμένην, ἔφερον δὲ ὁρμαθὸν ξηρῶν σύκων καὶ ἕτεραι ἐπεσκίαζον αὐτὰς ἄνωθεν διὰ σκιαδίου ἢ θολίας. Τὸ ὑπούργημα αὐτῶν, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς ἡ μεγίστη τιμή, ἐκαλεῖτο κανηφορία, καὶ τὸ ῥῆμα κανηφορέω. Τοιαῦτα ἀγάλματα παρθένων, αἵτινες δι’ ἑκατέρων τῶν χεινῶν κρατοῦσιν ἐπὶ κεφαλῆς κανοῦν, πολλάκις κατεσκεύαζον οἱ ἀρχαῖοι τεχνῖται, τὰ περιφημότερα δὲ τούτων ἦσαν αἱ Κανηφόροι τοῦ Πολυκλείτου καὶ τοῦ Σκόπα, πρβλ. Mūller Archāol. d. Kunst § 422. 7.
Greek Monolingual
κανηφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που φέρει κάνιστρο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κανηφόρος
α) τίτλος ιέρειας
β) στον πληθ. αἱ κανηφόροι
i) ονομασία τών παρθένων που κρατούσαν πάνω στο κεφάλι κάνιστρα με τα ιερά σκεύη κατά την τέλεση εορταστικών πομπών
ii) τα έργα τέχνης που αναπαριστούσαν τις κανηφόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. κανηφόρος < κανε-η-φόρος (αντί του αναμενόμενου κανεο-φόρος) < κάνεον «πανέρι» + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθοφόρος, κερδοφόρος. Το -η-είναι συνδετικό φωνήεν που εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις αντί του -ο- (πρβλ. δρεπαν-η-φόρος, ομφαλ-η-τόμος)].
Greek Monotonic
κᾰνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κρατά ιερό κάνιστρο· Κανηφόροι, αἱ, αυτές που κρατούν τα Ιερά Κάνιστρα· στην Αθήνα, παρθένες που έφεραν πάνω στα κεφάλια τους καλάθια που περιείχαν ιερά σκεύη που χρησιμοποιούνταν στις γιορτές προς τιμή της Δήμητρας, του Διονύσου και της Αθηνάς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κᾰνη-φόρος, ον φέρω
carrying a basket:— Κανηφόροι, αἱ, Basket-bearers, at Athens, maidens who carried on their heads baskets containing the sacred things used at the feasts of Demeter, Bacchus and Athena, Ar.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κάνεον, κανοῦν, τό (=πανέρι) + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπό τό κανηφόρος: κανηφορία, κανηφορῶ.