Ἐρετριεύς: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />[[d'Érétrie]].<br />'''Étymologie:''' [[Ἐρέτρια]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ἐρετριεύς:''' εως ὁ [[эретриец]] Her., Thuc.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἐρετριεύς''': ὁ, ὁ ἐξ Ἐρετρίας, Ἡρόδ., κλ.: γεν. ἑνικ. -ιέως, συνῃρ. -ιῶς, Στεφ. Βυζ. Ἀνέκδ. Ὀξ. 4. 195· πληθ. -ιέων, συνῃρ. -ιῶν, Θουκ. 4. 123, 8. 95, Βεκκ.: αἰτ. ἑνικ. -ιᾶ, Ἀρκάδ. 130· «Ἐρετριέων ῥῶ· Ἐρετριεῖς τῷ ρ κατακόρως χρῶνται» Ἡσύχ.: ― ἐπίθ., Ἐρετρικός, ή, όν, Ἡρόδ., κλ.· οἱ Ἐρ., οἱ μσθηταὶ τοῦ Ἐρετριέως Μενεδήμου, Στράβ., ἴδε Ritter Ἱστορ. Φιλ. 2. 141 κἑξ.: [[ὡσαύτως]] Ἐρετριακός, ή, όν, Στράβ. 393· ― «ἐρετριακὸς [[κατάλογος]]· ἐπὶ Διφίλου (Ὀλυμπ. 84, 3) [[ψήφισμα]] ἐγράφη ἐξ Ἐρετρίας καταλέξαι ὁμήρους τοὺς τῶν πλουσιωτάτων υἱούς, τοῦτο οὖν τὸ [[ψήφισμα]] ἔχει ἐπιγραφὴν ἐρετριακὸς [[κατάλογος]]» Ἡσύχ.· ― Ἐρετριαῖος, α, ον, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 8. 95· Ἐρετριὰς (δηλ. γῆ), άδος, ἡ, [[εἶδος]] πηλοῦ ἐξ Ἐρετρίας τῆς Εὐβοίας, Διοσκ. 5. 171.
|lstext='''Ἐρετριεύς''': ὁ, ὁ ἐξ Ἐρετρίας, Ἡρόδ., κλ.: γεν. ἑνικ. -ιέως, συνῃρ. -ιῶς, Στεφ. Βυζ. Ἀνέκδ. Ὀξ. 4. 195· πληθ. -ιέων, συνῃρ. -ιῶν, Θουκ. 4. 123, 8. 95, Βεκκ.: αἰτ. ἑνικ. -ιᾶ, Ἀρκάδ. 130· «Ἐρετριέων ῥῶ· Ἐρετριεῖς τῷ ρ κατακόρως χρῶνται» Ἡσύχ.: ― ἐπίθ., Ἐρετρικός, ή, όν, Ἡρόδ., κλ.· οἱ Ἐρ., οἱ μσθηταὶ τοῦ Ἐρετριέως Μενεδήμου, Στράβ., ἴδε Ritter Ἱστορ. Φιλ. 2. 141 κἑξ.: [[ὡσαύτως]] Ἐρετριακός, ή, όν, Στράβ. 393· ― «ἐρετριακὸς [[κατάλογος]]· ἐπὶ Διφίλου (Ὀλυμπ. 84, 3) [[ψήφισμα]] ἐγράφη ἐξ Ἐρετρίας καταλέξαι ὁμήρους τοὺς τῶν πλουσιωτάτων υἱούς, τοῦτο οὖν τὸ [[ψήφισμα]] ἔχει ἐπιγραφὴν ἐρετριακὸς [[κατάλογος]]» Ἡσύχ.· ― Ἐρετριαῖος, α, ον, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 8. 95· Ἐρετριὰς (δηλ. γῆ), άδος, ἡ, [[εἶδος]] πηλοῦ ἐξ Ἐρετρίας τῆς Εὐβοίας, Διοσκ. 5. 171.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />d’Érétrie.<br />'''Étymologie:''' [[Ἐρέτρια]].
|lsmtext='''Ἐρετριεύς:''' ὁ, [[κάτοικος]] της Ερέτριας, σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=an Eretrian, Hdt., etc.
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 11 May 2023

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
d'Érétrie.
Étymologie: Ἐρέτρια.

Russian (Dvoretsky)

Ἐρετριεύς: εως ὁ эретриец Her., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἐρετριεύς: ὁ, ὁ ἐξ Ἐρετρίας, Ἡρόδ., κλ.: γεν. ἑνικ. -ιέως, συνῃρ. -ιῶς, Στεφ. Βυζ. Ἀνέκδ. Ὀξ. 4. 195· πληθ. -ιέων, συνῃρ. -ιῶν, Θουκ. 4. 123, 8. 95, Βεκκ.: αἰτ. ἑνικ. -ιᾶ, Ἀρκάδ. 130· «Ἐρετριέων ῥῶ· Ἐρετριεῖς τῷ ρ κατακόρως χρῶνται» Ἡσύχ.: ― ἐπίθ., Ἐρετρικός, ή, όν, Ἡρόδ., κλ.· οἱ Ἐρ., οἱ μσθηταὶ τοῦ Ἐρετριέως Μενεδήμου, Στράβ., ἴδε Ritter Ἱστορ. Φιλ. 2. 141 κἑξ.: ὡσαύτως Ἐρετριακός, ή, όν, Στράβ. 393· ― «ἐρετριακὸς κατάλογος· ἐπὶ Διφίλου (Ὀλυμπ. 84, 3) ψήφισμα ἐγράφη ἐξ Ἐρετρίας καταλέξαι ὁμήρους τοὺς τῶν πλουσιωτάτων υἱούς, τοῦτο οὖν τὸ ψήφισμα ἔχει ἐπιγραφὴν ἐρετριακὸς κατάλογος» Ἡσύχ.· ― Ἐρετριαῖος, α, ον, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 8. 95· Ἐρετριὰς (δηλ. γῆ), άδος, ἡ, εἶδος πηλοῦ ἐξ Ἐρετρίας τῆς Εὐβοίας, Διοσκ. 5. 171.

Greek Monotonic

Ἐρετριεύς: ὁ, κάτοικος της Ερέτριας, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

an Eretrian, Hdt., etc.