ἰσομέτρητος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isometritos
|Transliteration C=isometritos
|Beta Code=i)some/trhtos
|Beta Code=i)some/trhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of equal measure</b> or <b class="b2">weight</b>, εἰκών <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>235d</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>25</span>; τινι <span class="bibl">D.C.59.11</span>, cf. <span class="bibl">Max.Tyr.31.2</span>.</span>
|Definition=ἰσομέτρητον, [[of equal measure]] or [[weight]], εἰκών [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''235d, Plu.''Sol.''25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, [[εἰκών]] Plat. Phaed. 235 d, [[ἀνδριάς]] Plut. Sol. 25, [[ἄγαλμα]] D. Cass. 59, 11, a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, [[εἰκών]] Plat. Phaed. 235 d, [[ἀνδριάς]] Plut. Sol. 25, [[ἄγαλμα]] D. Cass. 59, 11, a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d'une mesure <i>ou</i> d'une grandeur égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μετρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσομέτρητος:''' [[равный по размерам]] (подлиннику), в натуральную величину ([[εἰκών]] Plat.; [[ἀνδριάς]] Arst., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσομέτρητος''': -ον, ἔχων ἴσον [[μέτρον]], [[ἀνάλογος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, [[πρός]] τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.
|lstext='''ἰσομέτρητος''': -ον, ἔχων ἴσον [[μέτρον]], [[ἀνάλογος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, [[πρός]] τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />d’une mesure <i>ou</i> d’une grandeur égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μετρέω]].
|mltxt=[[ἰσομέτρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίσο [[μέτρο]] ή [[βάρος]] ή [[αξία]] με άλλον, [[ίσος]] με άλλον, [[ανάλογος]] («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσομετρήτως</i> (Α)<br />ανάλογα με την [[ανάγκη]], με το [[μέτρο]] της χρείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μετρῶ</i>), [[πρβλ]]. [[αερομέτρητος]], [[κακομέτρητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομέτρητος Medium diacritics: ἰσομέτρητος Low diacritics: ισομέτρητος Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: isométrētos Transliteration B: isometrētos Transliteration C: isometritos Beta Code: i)some/trhtos

English (LSJ)

ἰσομέτρητον, of equal measure or weight, εἰκών Pl.Phdr.235d, Plu.Sol.25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.

German (Pape)

[Seite 1265] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, εἰκών Plat. Phaed. 235 d, ἀνδριάς Plut. Sol. 25, ἄγαλμα D. Cass. 59, 11, a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une mesure ou d'une grandeur égale.
Étymologie: ἴσος, μετρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομέτρητος: равный по размерам (подлиннику), в натуральную величину (εἰκών Plat.; ἀνδριάς Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομέτρητος: -ον, ἔχων ἴσον μέτρον, ἀνάλογος, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, πρός τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.

Greek Monolingual

ἰσομέτρητος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο μέτρο ή βάρος ή αξία με άλλον, ίσος με άλλον, ανάλογος («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», Πλάτ.)
επίρρ...
ἰσομετρήτως (Α)
ανάλογα με την ανάγκη, με το μέτρο της χρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μετρητος (< μετρῶ), πρβλ. αερομέτρητος, κακομέτρητος].