καλλικόμας: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallikomas
|Transliteration C=kallikomas
|Beta Code=kalliko/mas
|Beta Code=kalliko/mas
|Definition=ὁ, = sq., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πλόκαμος <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1080</span> (lyr.).</span>
|Definition=ὁ, = [[καλλίκομος]] ([[beautiful-haired]], [[with beautiful foliage]]), πλόκαμος E. ''IA'' 1080 (lyr.).
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m. dor. c.</i> [[καλλίκομος]].
}}
{{elnl
|elnltext=καλλικόμας &#91;[[καλός]], [[κόμη]]] adj., met mooi haar.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐκόμᾱς:''' adj. m дор. Eur. = [[καλλίκομος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλικόμας''': ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.
|lstext='''καλλικόμας''': ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου;<br /><i>adj. m. dor. c.</i> [[καλλίκομος]].
|mltxt=[[καλλικόμας]], ὁ (Α)<br />ο [[καλλίκομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), [[πρβλ]]. [[ηλιοκόμας]], [[στραβαλοκόμας]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλικόμας:''' ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-κόμας, ου, = [[καλλίκομος]], Eur.]
}}
}}

Latest revision as of 13:57, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλικόμας Medium diacritics: καλλικόμας Low diacritics: καλλικόμας Capitals: ΚΑΛΛΙΚΟΜΑΣ
Transliteration A: kallikómas Transliteration B: kallikomas Transliteration C: kallikomas Beta Code: kalliko/mas

English (LSJ)

ὁ, = καλλίκομος (beautiful-haired, with beautiful foliage), πλόκαμος E. IA 1080 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐκόμᾱς: adj. m дор. Eur. = καλλίκομος.

Greek (Liddell-Scott)

καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.

Greek Monolingual

καλλικόμας, ὁ (Α)
ο καλλίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιοκόμας, στραβαλοκόμας].

Greek Monotonic

καλλικόμας: ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.

Middle Liddell

καλλι-κόμας, ου, = καλλίκομος, Eur.]