πορφυροειδής: Difference between revisions

(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=porfyroeidis
|Transliteration C=porfyroeidis
|Beta Code=porfuroeidh/s
|Beta Code=porfuroeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">purply</b>, λίμνα <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>529</span> (lyr.); ἅλς <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>124</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Col.</span>792a17</span>. Adv. -δῶς Dsc.1.73.</span>
|Definition=πορφυροειδές, [[purply]], λίμνα A.''Supp.''529 (lyr.); ἅλς E.''Tr.''124 (lyr.), cf. Arist. ''Col.''792a17. Adv. [[πορφυροειδῶς]] Dsc.1.73.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0686.png Seite 686]] ές, der Purpurschnecke, Purpurfarbe ähnlich, [[λίμνη]] Aesch. Suppl. 524, wie ἅλς Eur. Troad. 124. Vgl. [[πορφύρεος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0686.png Seite 686]] ές, der Purpurschnecke, Purpurfarbe ähnlich, [[λίμνη]] Aesch. Suppl. 524, wie ἅλς Eur. Troad. 124. Vgl. [[πορφύρεος]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[semblable à la pourpre]].<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]], [[εἶδος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πορφυροειδής -ές &#91;[[πορφύρα]], [[εἶδος]]] [[purperachtig]].
}}
{{elru
|elrutext='''πορφῠροειδής:''' [[багряный]], [[пурпурный]] ([[λίμνη]] Aesch.; ἅλς Eur.; [[ἀήρ]] Arst.).
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] το οποίο μοιάζει με πορφυρό, που θυμίζει [[πορφύρα]]<br />(α. «πορφυροειδὴς λίμνα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πορφυροειδὴς ἅλς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πορφυροειδής]] [[ιστός]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[ιστός]] εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται [[μέσα]] σε μικροκρυσταλλική κύρια [[μάζα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πορφυροειδῶς</i> Α<br />με [[χρώμα]] που μοιάζει με πορφυρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πορφῠροειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), όμοιος με [[πορφύρα]], [[πορφυρός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πορφύρᾳ, κλίνων εἰς τὸ πορφυροῦν, [[λίμνη]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 529· ἃλς Εὐρ. Τρῳ. 124, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 4· καὶ ἴδε [[πορφύρω]]. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 99.
|lstext='''πορφῠροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πορφύρᾳ, κλίνων εἰς τὸ πορφυροῦν, [[λίμνη]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 529· ἃλς Εὐρ. Τρῳ. 124, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 4· καὶ ἴδε [[πορφύρω]]. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 99.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ής, ές :<br />semblable à la pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]], [[εἶδος]].
|mdlsjtxt=πορφῠρο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />[[purple]]-like, purply, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

English (LSJ)

πορφυροειδές, purply, λίμνα A.Supp.529 (lyr.); ἅλς E.Tr.124 (lyr.), cf. Arist. Col.792a17. Adv. πορφυροειδῶς Dsc.1.73.

German (Pape)

[Seite 686] ές, der Purpurschnecke, Purpurfarbe ähnlich, λίμνη Aesch. Suppl. 524, wie ἅλς Eur. Troad. 124. Vgl. πορφύρεος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à la pourpre.
Étymologie: πορφύρα, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυροειδής -ές [πορφύρα, εἶδος] purperachtig.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠροειδής: багряный, пурпурный (λίμνη Aesch.; ἅλς Eur.; ἀήρ Arst.).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει χρώμα το οποίο μοιάζει με πορφυρό, που θυμίζει πορφύρα
(α. «πορφυροειδὴς λίμνα», Αισχύλ.
β. «πορφυροειδὴς ἅλς», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. «πορφυροειδής ιστός»
(πετρογρ.) ιστός εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται μέσα σε μικροκρυσταλλική κύρια μάζα.
επίρρ...
πορφυροειδῶς Α
με χρώμα που μοιάζει με πορφυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -ειδής].

Greek Monotonic

πορφῠροειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με πορφύρα, πορφυρός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροειδής: -ές, ὅμοιος πορφύρᾳ, κλίνων εἰς τὸ πορφυροῦν, λίμνη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 529· ἃλς Εὐρ. Τρῳ. 124, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 4· καὶ ἴδε πορφύρω. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 99.

Middle Liddell

πορφῠρο-ειδής, ές εἶδος
purple-like, purply, Eur.