κλυδάζομαι: Difference between revisions

(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klydazomai
|Transliteration C=klydazomai
|Beta Code=kluda/zomai
|Beta Code=kluda/zomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fluctuate</b>, of the fluid in pleurisy, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>14</span>; of cranes flying, <span class="bibl">Max.Tyr.12.3</span>.</span>
|Definition=[[fluctuate]], of the fluid in pleurisy, Hp.''Loc.Hom.''14; of cranes flying, Max.Tyr.12.3.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] = [[κλυδωνίζομαι]], Hippocr., Hesych.
}}
{{elru
|elrutext='''κλῠδάζομαι:''' атт. [[κλυδάττομαι]] (о воде) волноваться ([[ὕδωρ]] κλιδαττόμενος Diog. L.).
}}
{{ls
|lstext='''κλῠδάζομαι''': [[κλυδωνίζομαι]], Ἱππ. 415. 11, Μάξιμ. Τύρ. 12. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλυδάζομαι]] (Α)<br />[[κλυδωνίζομαι]] («κατὰ τοῦτο γὰρ [[πύον]] ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ [[σῶμα]], κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλύδων]]. Η αιτ. [[κλύδα]] ενός υποτιθέμενου ουσ. <i>κλυς</i>, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα μπορούσε να παράγεται το ρ., [[είναι]] [[μάλλον]] αρχαΐζων [[νεολογισμός]]].
}}
{{elnl
|elnltext=κλυδάζομαι [κλύζω] geneesk. pulseren.
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

English (LSJ)

fluctuate, of the fluid in pleurisy, Hp.Loc.Hom.14; of cranes flying, Max.Tyr.12.3.

German (Pape)

[Seite 1456] = κλυδωνίζομαι, Hippocr., Hesych.

Russian (Dvoretsky)

κλῠδάζομαι: атт. κλυδάττομαι (о воде) волноваться (ὕδωρ κλιδαττόμενος Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

κλῠδάζομαι: κλυδωνίζομαι, Ἱππ. 415. 11, Μάξιμ. Τύρ. 12. 3.

Greek Monolingual

κλυδάζομαι (Α)
κλυδωνίζομαι («κατὰ τοῦτο γὰρ πύον ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ σῶμα, κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδων. Η αιτ. κλύδα ενός υποτιθέμενου ουσ. κλυς, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα μπορούσε να παράγεται το ρ., είναι μάλλον αρχαΐζων νεολογισμός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυδάζομαι [κλύζω] geneesk. pulseren.