κυνόπρηστις: Difference between revisions
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynopristis | |Transliteration C=kynopristis | ||
|Beta Code=kuno/prhstis | |Beta Code=kuno/prhstis | ||
|Definition=( | |Definition=(-πρῖστις cod.), ιδος, ἡ, ([[πρήθω]]) a venomous insect, [[whose sting makes dogs swell up]] and die, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[βούπρηστις]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κῠνόπρηστις''': -ιδος, ἡ, ([[πρήθω]]) ἰοβόλον τι ἔντομον οὗ τὸ [[δῆγμα]] οἰδαίνει καὶ φονεύει τοὺς κύνας, Ἡσύχ.· πρβλ. [[βούπρηστις]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυνόπρηστις]] ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)<br />δηλητηριώδες [[σκαθάρι]] του οποίου το [[δάγκωμα]] [[είναι]] θανατηφόρο για τα σκυλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρηστις</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρη</i>- του [[πίμπρημι]] [[πρβλ]]. αόρ. <i>πρή</i>-<i>σαι</i>), [[πρβλ]]. [[ναύπρηστις]]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ιδος, ἡ, <i>ein [[giftiger]] [[Käfer]]</i>, von [[dessen]] Bisse die [[Hunde]] [[aufschwellen]] od. [[sterben]], Hesych. Vgl. [[βούπρηστις]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
(-πρῖστις cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect, whose sting makes dogs swell up and die, Hsch.; cf. βούπρηστις.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόπρηστις: -ιδος, ἡ, (πρήθω) ἰοβόλον τι ἔντομον οὗ τὸ δῆγμα οἰδαίνει καὶ φονεύει τοὺς κύνας, Ἡσύχ.· πρβλ. βούπρηστις.
Greek Monolingual
κυνόπρηστις ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)
δηλητηριώδες σκαθάρι του οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή-σαι), πρβλ. ναύπρηστις].
German (Pape)
ιδος, ἡ, ein giftiger Käfer, von dessen Bisse die Hunde aufschwellen od. sterben, Hesych. Vgl. βούπρηστις.