λεύκωμα: Difference between revisions

(8)
 
mNo edit summary
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leykoma
|Transliteration C=leykoma
|Beta Code=leu/kwma
|Beta Code=leu/kwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tablet covered with gypsum</b>, used as a public <b class="b2">notice-board</b>, <b class="b3">ἐς λ. γράψαι, ἀναγράφειν</b>, <span class="bibl">Lys.9.6</span>, Lex ap.<span class="bibl">D.24.23</span>, <span class="title">IG</span>12(5).647.40 (Ceos), <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.29.9</span> (iii B.C.), etc.: hence <b class="b3">ἐν λευκώμασιν γραφῆναι</b> to be posted in a list of defaulters, 'to be sold up', <span class="title">App.Prov.</span>2.63; of the <b class="b2">proscription-list</b>, <span class="bibl">D.C.47.3</span>; of the <b class="b2">album</b> of senators, <span class="bibl">Id.55.3</span>: hence <b class="b3">οἱ τοῦ λ</b>. senators, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">whiteness</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Phgn.</span>813a28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">a white spot in the eye</b>, caused by a thickening of the cornea, <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>1.33.14</span> (ii B.C.), Dsc.3.84, Gal. 14.775, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>4414.6</span> (ii A.D.), <span class="bibl">Aët.7.39</span> tit.</span>
|Definition=λευκώματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[tablet covered with gypsum]], used as a public [[notice board]], <b class="b3">ἐς λεύκωμα γράψαι, ἀναγράφειν</b>, Lys.9.6, Lex ap.D.24.23, ''IG''12(5).647.40 (Ceos), ''PHib.''1.29.9 (iii B.C.), etc.: hence <b class="b3">ἐν λευκώμασιν γραφῆναι</b> to be posted in a list of [[defaulter]]s, 'to [[be sold up]]', ''App.Prov.''2.63; of the [[proscription list]], D.C.47.3; of the [[album]] of [[senator]]s, Id.55.3: hence <b class="b3">οἱ τοῦ λευκώματος</b> [[senator]]s, Procop.''Arc.''29.<br><span class="bld">II</span> [[whiteness]], Arist.''Phgn.''813a28.<br><span class="bld">2</span> a [[white spot in the eye]], caused by a [[thickening]] of the [[cornea]], ''PGrenf.''1.33.14 (ii B.C.), Dsc.3.84, Gal. 14.775, ''Sammelb.''4414.6 (ii A.D.), Aët.7.39 tit.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0035.png Seite 35]] τό, das [[Weißgefärbte]], bes. eine mit Gyps überzogene Tafel, die zu öffentlichen Bekanntmachungen gebraucht wurde, nach B. A. 277 [[πίναξ]] γύψῳ ἀληλιμμένος πρὸς γραφὴν πολιτικῶν γραμμάτων [[ἐπιτήδειος]], so γράψαντες εἰς [[λεύκωμα]] Lys. 9, 6; εἰς λ. ἀναγράψαι, Dem. 24, 23 u. Sp., vgl. D. Cass. 55, 03, τά τε ὀνόματα συμπάντων τῶν βουλευόντων εἰς [[λεύκωμα]] ἀναγράψας ἐξέθηκε. Dah. Paroemiogr. App. 2, 63, ἐν λευκώμασιν ἐγράφης, auf die öffentliche, durch Anschlag angezeigte Versteigerung der Güter gehend. – Auch das Weiße im Ei, Sp.; – u. ein weißer [[Fleck]] im Auge, ein Fehler in der Hornhaut, der weiße Staar, Schol. Ar. Plut. 633.
}}
{{bailly
|btext=λευκώματος (τό) :<br />tableau peint en blanc où l'on inscrivait les noms des magistrats, des proscrits, <i>etc. (lat.</i> album).<br />'''Étymologie:''' [[λευκόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεύκωμα:''' λευκώματος τό<br /><b class="num">1</b> [[белая доска]] (для записей) (εἰς λ. γράφειν Lys. и ἀναγράψαι Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[белая окраска]]: [[βάμμα]] λευκώματος Arst. белое пятно.
}}
{{ls
|lstext='''λεύκωμα''': τό, «λεύκωμά ἐστι [[πίναξ]] γύψῳ ἀληλιμμένος, πρὸς γραφὴν πολιτικῶν γραμμάτων [[ἐπιτήδειος]]» Α. Β. 277, 15, Λατ. album, ἐς [[λεύκωμα]] γράφειν ἢ ἀναγράφειν Λυσ. 114. 40, παρὰ Δημ. 707. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 40· [[ἐντεῦθεν]] ἐν λευκώμασιν γραφῆναι, εἰς δημοπρασίαν ἐκτεθῆναι, Παροιμιογρ.· ἐπὶ τοῦ πίνακος τῆς προγραφῆς, Δίων Κ. 47. 3, κτλ. ΙΙ. [[λευκότης]], ἴδε ἐν λ. [[βάμμα]]. 2) λευκὴ [[κηλὶς]] ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, παραγομένη ἐκ συμπυκνώσεως τοῦ κερατοειδοῦς, [[καταρράκτης]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 498· [[ἐντεῦθεν]], λευκωμᾰτίζομαι, Παθ., [[πάσχω]] ἐκ καταρράκτου, [[αὐτόθι]]· πρβλ. [[γλαύκωμα]]. 3) τὸ λευκὸν τοῦ ᾠοῦ, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[λεύκωμα]])<br /><b>1.</b> το [[ασπράδι]] του αβγού<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[μορφή]] κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή του ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή [[εξέλκωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τετράδιο]], [[συνήθως]] πολυτελές, στο οποίο γράφονται ποιήματα, γνωμικά ή ερωτήσεις για τη [[φιλία]], τον έρωτα και άλλα θέματα, στις οποίες απαντούν οι φίλοι του κατόχου [[προς]] [[ανάμνηση]] και σε [[ένδειξη]] φιλίας<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] με αναμνηστικές εικόνες ενός τόπου ή ορισμένων ιστορικών προσώπων και γεγονότων («[[λεύκωμα]] της παλιάς Αθήνας»)<br /><b>3.</b> ειδικό [[τετράδιο]] στο οποίο τοποθετούνται, ταξινομημένα, γραμματόσημα ή φωτογραφίες, κν. [[άλμπουμ]]<br /><b>4.</b> <b>(βιοχ.)</b> η [[πρωτεΐνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πίνακας]] αλειμμένος με γύψο όπου αναγράφονταν οι πράξεις που προορίζονταν για [[δημοσίευση]]<br /><b>2.</b> [[ειδικός]] [[πίνακας]] στον οποίο οι Ρωμαίοι έγραφαν τα ονόματα τών συγκλητικών<br /><b>3.</b> [[λευκότητα]], [[ασπράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκῶ</i>. Η λ. εμφανίζεται ως <i>α</i>' συνθετικό σε πολλούς επιστημονικούς όρους ([[πρβλ]]. [[λευκωματοειδής]]) οι οποίοι αποδίδονται στην Ελληνική και ως μεταφορές ξεν. όρων<br />[[πρβλ]]. [[λευκωματίνη]]: <i>ἀλβουμίνη</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>albumin</i> <span style="color: red;"><</span> <i>album</i>- <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>albumen</i> «[[ασπράδι]] του αβγού».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λευκωματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λευκωματίζομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λευκωματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λευκωματίνη]], [[λευκωματόζη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[λευκωματοειδής]], [[λευκωματόμετρο]], [[λευκωματοσκόπιο]], [[λευκωματουρία]], [[λευκωματούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>γαλακτολεύκωμα</i>, [[ωολεύκωμα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεύκωμα:''' -ατος, τό ([[λευκόω]]), πίνακας αλειμμένος με γύψο στον οποίο είναι δυνατή η [[γραφή]], πίνακας σημειώσεων, [[μητρώο]], Λατ. [[album]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λεύκωμα]], ατος, τό, [[λευκόω]]<br />a [[tablet]] [[covered]] with [[gypsum]] to [[write]] on, a [[notice]]-[[board]], [[register]], Lat. [[album]], Oratt.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[register]]
}}
}}

Latest revision as of 21:11, 20 November 2024

English (LSJ)

λευκώματος, τό,
A tablet covered with gypsum, used as a public notice board, ἐς λεύκωμα γράψαι, ἀναγράφειν, Lys.9.6, Lex ap.D.24.23, IG12(5).647.40 (Ceos), PHib.1.29.9 (iii B.C.), etc.: hence ἐν λευκώμασιν γραφῆναι to be posted in a list of defaulters, 'to be sold up', App.Prov.2.63; of the proscription list, D.C.47.3; of the album of senators, Id.55.3: hence οἱ τοῦ λευκώματος senators, Procop.Arc.29.
II whiteness, Arist.Phgn.813a28.
2 a white spot in the eye, caused by a thickening of the cornea, PGrenf.1.33.14 (ii B.C.), Dsc.3.84, Gal. 14.775, Sammelb.4414.6 (ii A.D.), Aët.7.39 tit.

German (Pape)

[Seite 35] τό, das Weißgefärbte, bes. eine mit Gyps überzogene Tafel, die zu öffentlichen Bekanntmachungen gebraucht wurde, nach B. A. 277 πίναξ γύψῳ ἀληλιμμένος πρὸς γραφὴν πολιτικῶν γραμμάτων ἐπιτήδειος, so γράψαντες εἰς λεύκωμα Lys. 9, 6; εἰς λ. ἀναγράψαι, Dem. 24, 23 u. Sp., vgl. D. Cass. 55, 03, τά τε ὀνόματα συμπάντων τῶν βουλευόντων εἰς λεύκωμα ἀναγράψας ἐξέθηκε. Dah. Paroemiogr. App. 2, 63, ἐν λευκώμασιν ἐγράφης, auf die öffentliche, durch Anschlag angezeigte Versteigerung der Güter gehend. – Auch das Weiße im Ei, Sp.; – u. ein weißer Fleck im Auge, ein Fehler in der Hornhaut, der weiße Staar, Schol. Ar. Plut. 633.

French (Bailly abrégé)

λευκώματος (τό) :
tableau peint en blanc où l'on inscrivait les noms des magistrats, des proscrits, etc. (lat. album).
Étymologie: λευκόω.

Russian (Dvoretsky)

λεύκωμα: λευκώματος τό
1 белая доска (для записей) (εἰς λ. γράφειν Lys. и ἀναγράψαι Dem.);
2 белая окраска: βάμμα λευκώματος Arst. белое пятно.

Greek (Liddell-Scott)

λεύκωμα: τό, «λεύκωμά ἐστι πίναξ γύψῳ ἀληλιμμένος, πρὸς γραφὴν πολιτικῶν γραμμάτων ἐπιτήδειος» Α. Β. 277, 15, Λατ. album, ἐς λεύκωμα γράφειν ἢ ἀναγράφειν Λυσ. 114. 40, παρὰ Δημ. 707. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 40· ἐντεῦθεν ἐν λευκώμασιν γραφῆναι, εἰς δημοπρασίαν ἐκτεθῆναι, Παροιμιογρ.· ἐπὶ τοῦ πίνακος τῆς προγραφῆς, Δίων Κ. 47. 3, κτλ. ΙΙ. λευκότης, ἴδε ἐν λ. βάμμα. 2) λευκὴ κηλὶς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, παραγομένη ἐκ συμπυκνώσεως τοῦ κερατοειδοῦς, καταρράκτης, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 498· ἐντεῦθεν, λευκωμᾰτίζομαι, Παθ., πάσχω ἐκ καταρράκτου, αὐτόθι· πρβλ. γλαύκωμα. 3) τὸ λευκὸν τοῦ ᾠοῦ, μεταγεν.

Greek Monolingual

το (AM λεύκωμα)
1. το ασπράδι του αβγού
2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή του ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση
νεοελλ.
1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται ποιήματα, γνωμικά ή ερωτήσεις για τη φιλία, τον έρωτα και άλλα θέματα, στις οποίες απαντούν οι φίλοι του κατόχου προς ανάμνηση και σε ένδειξη φιλίας
2. βιβλίο με αναμνηστικές εικόνες ενός τόπου ή ορισμένων ιστορικών προσώπων και γεγονότων («λεύκωμα της παλιάς Αθήνας»)
3. ειδικό τετράδιο στο οποίο τοποθετούνται, ταξινομημένα, γραμματόσημα ή φωτογραφίες, κν. άλμπουμ
4. (βιοχ.) η πρωτεΐνη
αρχ.
1. πίνακας αλειμμένος με γύψο όπου αναγράφονταν οι πράξεις που προορίζονταν για δημοσίευση
2. ειδικός πίνακας στον οποίο οι Ρωμαίοι έγραφαν τα ονόματα τών συγκλητικών
3. λευκότητα, ασπράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκῶ. Η λ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πολλούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. λευκωματοειδής) οι οποίοι αποδίδονται στην Ελληνική και ως μεταφορές ξεν. όρων
πρβλ. λευκωματίνη: ἀλβουμίνη < αγγλ. albumin < album- < λατ. albumen «ασπράδι του αβγού».
ΠΑΡ. λευκωματώδης
αρχ.
λευκωματίζομαι
μσν.
λευκωματικός
νεοελλ.
λευκωματίνη, λευκωματόζη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. λευκωματοειδής, λευκωματόμετρο, λευκωματοσκόπιο, λευκωματουρία, λευκωματούχος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. γαλακτολεύκωμα, ωολεύκωμα].

Greek Monotonic

λεύκωμα: -ατος, τό (λευκόω), πίνακας αλειμμένος με γύψο στον οποίο είναι δυνατή η γραφή, πίνακας σημειώσεων, μητρώο, Λατ. album.

Middle Liddell

λεύκωμα, ατος, τό, λευκόω
a tablet covered with gypsum to write on, a notice-board, register, Lat. album, Oratt.

English (Woodhouse)

register