μεσεύω: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(8)
 
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meseyo
|Transliteration C=meseyo
|Beta Code=meseu/w
|Beta Code=meseu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">keep the middle</b> or <b class="b2">mean between</b> two, c. gen., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>756e</span>; Πλάτων μεσεύων Πυθαγόρου καὶ Σωκράτους, τοῦ μὲν δημοτικώτερος τοῦ δὲ σεμνότερος ὤφθη Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>14.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> abs., <b class="b2">stand midway</b>, μ. κατὰ τοὺς τόπους <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1327b29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> <b class="b2">to be neutral</b>, <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>7.1.43</span>, <span class="bibl">D.C.41.46</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[keep the middle]] or [[mean between]] two, c. gen., [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''756e; Πλάτων μεσεύων Πυθαγόρου καὶ Σωκράτους, τοῦ μὲν δημοτικώτερος τοῦ δὲ σεμνότερος ὤφθη Numen. ap. Eus.''PE''14.5.<br><span class="bld">2</span> abs., [[stand midway]], μ. κατὰ τοὺς τόπους [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1327b29.<br><span class="bld">b</span> to [[be neutral]], X. ''HG''7.1.43, D.C.41.46.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] in der Mitte sein, liegen, die Mitte halten; ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν, Plat. Legg. VI, 756 e; Xen. Hell. 7, 1, 48; Arist. pol. 7, 7.
}}
{{bailly
|btext=tenir le milieu de <i>ou</i> entre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть в середине]]: μ. μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας Plat. быть чем-то средним между монархическим и демократическим государственным строем; μ. κατὰ τοὺς τόπους Arst. занимать центральное положение;<br /><b class="num">2</b> [[соблюдать нейтралитет]] ([[οὐκέτι]] ἐμέσευον, ἀλλὰ συνεμάχουν τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen.).
}}
{{ls
|lstext='''μεσεύω''': ὡς τὸ [[μεσόω]], εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ, [[κατέχω]] τὸ [[μέσον]] μεταξὺ δύο, μετὰ γεν., Πλάτ. Νόμ. 756Ε, Νουμήνιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 729Α. 2) ἀπολ., ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ, μ. κατὰ τοὺς τόπους Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3· [[μένω]] [[οὐδέτερος]], Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 43.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσεύω]] (Α) [[μέσος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή βρίσκομαι στο [[μέσο]], [[κατέχω]] το [[μέσο]] [[μεταξύ]] δύο («ἡ μὲν [[αἵρεσις]] οὕτω γιγνομένη [[μέσον]] ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέκομαι]] στη [[μέση]] («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων [[γένος]] [[ὥσπερ]] μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μένω]] [[ουδέτερος]], δεν [[παίρνω]] το [[μέρος]] κανενός («[[ἐπεὶ]] δὲ κατελθόντες [[οὐκέτι]] ἐμέσευον, ἀλλὰ [[προθύμως]] συνεμάχουν τοῖς Λακεδαιμονίοις», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσεύω:''' όπως το [[μεσόω]], βρίσκομαι στη [[μέση]] ή [[κρατώ]] μετριοπαθή [[στάση]] [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] πλευρές, με γεν., σε Πλάτ.· απόλ., βρίσκομαι στη [[μέση]], είμαι [[ουδέτερος]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεσεύω]],<br />to [[keep]] the [[middle]] or [[mean]] [[between]] two, c. gen., Plat.: absol. to [[stand]] mid-way, to be [[neutral]], Xen. like [[μεσόω]]
}}
}}

Latest revision as of 17:28, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεύω Medium diacritics: μεσεύω Low diacritics: μεσεύω Capitals: ΜΕΣΕΥΩ
Transliteration A: meseúō Transliteration B: meseuō Transliteration C: meseyo Beta Code: meseu/w

English (LSJ)

A keep the middle or mean between two, c. gen., Pl.Lg.756e; Πλάτων μεσεύων Πυθαγόρου καὶ Σωκράτους, τοῦ μὲν δημοτικώτερος τοῦ δὲ σεμνότερος ὤφθη Numen. ap. Eus.PE14.5.
2 abs., stand midway, μ. κατὰ τοὺς τόπους Arist.Pol.1327b29.
b to be neutral, X. HG7.1.43, D.C.41.46.

German (Pape)

[Seite 137] in der Mitte sein, liegen, die Mitte halten; ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν, Plat. Legg. VI, 756 e; Xen. Hell. 7, 1, 48; Arist. pol. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

tenir le milieu de ou entre, gén..
Étymologie: μέσος.

Russian (Dvoretsky)

μεσεύω:
1 быть в середине: μ. μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας Plat. быть чем-то средним между монархическим и демократическим государственным строем; μ. κατὰ τοὺς τόπους Arst. занимать центральное положение;
2 соблюдать нейтралитет (οὐκέτι ἐμέσευον, ἀλλὰ συνεμάχουν τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσεύω: ὡς τὸ μεσόω, εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ, κατέχω τὸ μέσον μεταξὺ δύο, μετὰ γεν., Πλάτ. Νόμ. 756Ε, Νουμήνιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 729Α. 2) ἀπολ., ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ, μ. κατὰ τοὺς τόπους Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3· μένω οὐδέτερος, Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 43.

Greek Monolingual

μεσεύω (Α) μέσος
1. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο, κατέχω το μέσο μεταξύ δύο («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», Πλάτ.)
2. στέκομαι στη μέση («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους», Αριστοτ.)
3. μένω ουδέτερος, δεν παίρνω το μέρος κανενός («ἐπεὶ δὲ κατελθόντες οὐκέτι ἐμέσευον, ἀλλὰ προθύμως συνεμάχουν τοῖς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.).

Greek Monotonic

μεσεύω: όπως το μεσόω, βρίσκομαι στη μέση ή κρατώ μετριοπαθή στάση ανάμεσα σε δύο πλευρές, με γεν., σε Πλάτ.· απόλ., βρίσκομαι στη μέση, είμαι ουδέτερος, σε Ξεν.

Middle Liddell

μεσεύω,
to keep the middle or mean between two, c. gen., Plat.: absol. to stand mid-way, to be neutral, Xen. like μεσόω