μεταβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(8)
 
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metavouleyo
|Transliteration C=metavouleyo
|Beta Code=metabouleu/w
|Beta Code=metabouleu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">alter one's plans, change one's mind</b>, ἀμφί τινι <span class="bibl">Od.5.286</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> mostly in Med., <span class="bibl">Hdt.1.156</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1526</span> (troch.); μ. ἄνω καὶ κάτω <span class="bibl">Pl. <span class="title">Epin.</span>982d</span>; μ. ὥστε μένειν <span class="bibl">Hdt.8.57</span>: c. <b class="b3">μή</b> et inf., μετὰ δὴ βουλεύεαι στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα <span class="bibl">Id.7.12</span>: c. gen., <b class="b2">repent of</b>, μ. τῆς ἀφίξεως <span class="bibl">Alciphr.2.4.19</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[alter one's plans]], [[change one's mind]], ἀμφί τινι Od.5.286.<br><span class="bld">II</span> mostly in Med., [[Herodotus|Hdt.]]1.156, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1526 (troch.); μ. ἄνω καὶ κάτω Pl. ''Epin.''982d; μ. ὥστε μένειν [[Herodotus|Hdt.]]8.57: c. [[μή]] et inf., μετὰ δὴ βουλεύεαι στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Id.7.12: c. gen., [[repent of]], μ. τῆς ἀφίξεως Alciphr.2.4.19.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0145.png Seite 145]] seinen Beschluß ändern, [[ἀμφί]] τινι, Od. 5, 286, μετεβούλευσαν θεοὶ [[ἄλλως]]. – Gew. im med.; μεταβουλευσόμεσθα Eur. Or. 1526; so auch Her. 7, 12. 8, 57; ἀλλ' οὐ μεταβουλευόμενον ἄνω καὶ [[κάτω]] Plat. epin. 982 d; Sp., wie Luc. Prom. 7.
}}
{{bailly
|btext=se raviser, changer de détermination : [[ἀμφί]] τινι OD au sujet de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[βουλεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταβουλεύω:''' преимущ. med. решать по-другому, перерешать, принимать иное решение (μ. [[ἄλλως]] [[ἀμφί]] τινι Hom.): μεταβουλεύσασθαι [[ὥστε]] [[αὐτοῦ]] μενέειν Her. переменить свое решение и остаться здесь; ἀλλὰ μεταβουλευσόμεσθα Eur. но мы можем и переменить решение.
}}
{{ls
|lstext='''μεταβουλεύω''': μεταγινώσκω, [[μεταβάλλω]] γνώμην, [[ἀμφί]] τινι ὢ [[πόποι]], ἦ [[μάλα]] δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ, μετέγνωσαν κλ., Ὀδ. Ε. 286. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. μεταβουλεύομαι, Ἡρόδ. 1. 156, Εὐρ. Ὀρ. 1526· μ. ἄνω καὶ [[κάτω]] Πλάτ. Ἐπιν. 982D· μ., [[ὥστε]] μενέειν Ἡρόδ. 8. 57· μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., μετ. [[στράτευμα]] μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 12, πρβλ. [[μεταγιγνώσκω]] ΙΙ, [[μεταδοκέω]]· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., μ. τῆς ἀφίξιος Ἀλκίφρων 2. 4, 19.
}}
{{Autenrieth
|auten=only aor. μετεβούλευσαν, [[have]] changed [[their]] [[purpose]] (cf. [[μεταφράζομαι]]), Od. 5.286†.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταβουλεύω]] (Α)<br />(ενεργ. και συν. μέσ.) [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[παίρνω]] [[άλλη]] [[απόφαση]] («εἱ μεταβουλεύσαιο τῆς πρὸς [[βασιλέα]] ἀφίξεως», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βουλεύω]] / [[βουλεύομαι]] «[[αποφασίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τροποποιώ]] τα σχέδιά μου, [[αλλάζω]] τις απόψεις μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. <i>μεταβουλεύομαι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[μεταβουλεύω]] [[στράτευμα]] μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει [[γνώμη]] και δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[alter]] one's plans, [[change]] one's [[mind]], Od.; but [[commonly]] as Dep. μεταβουλεύομαι, Hdt., Eur.; μετ. [[στράτευμα]] μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα to [[change]] one's [[mind]] and not [[march]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 20:45, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβουλεύω Medium diacritics: μεταβουλεύω Low diacritics: μεταβουλεύω Capitals: ΜΕΤΑΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: metabouleúō Transliteration B: metabouleuō Transliteration C: metavouleyo Beta Code: metabouleu/w

English (LSJ)

A alter one's plans, change one's mind, ἀμφί τινι Od.5.286.
II mostly in Med., Hdt.1.156, E.Or.1526 (troch.); μ. ἄνω καὶ κάτω Pl. Epin.982d; μ. ὥστε μένειν Hdt.8.57: c. μή et inf., μετὰ δὴ βουλεύεαι στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Id.7.12: c. gen., repent of, μ. τῆς ἀφίξεως Alciphr.2.4.19.

German (Pape)

[Seite 145] seinen Beschluß ändern, ἀμφί τινι, Od. 5, 286, μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως. – Gew. im med.; μεταβουλευσόμεσθα Eur. Or. 1526; so auch Her. 7, 12. 8, 57; ἀλλ' οὐ μεταβουλευόμενον ἄνω καὶ κάτω Plat. epin. 982 d; Sp., wie Luc. Prom. 7.

French (Bailly abrégé)

se raviser, changer de détermination : ἀμφί τινι OD au sujet de qqn.
Étymologie: μετά, βουλεύω.

Russian (Dvoretsky)

μεταβουλεύω: преимущ. med. решать по-другому, перерешать, принимать иное решение (μ. ἄλλως ἀμφί τινι Hom.): μεταβουλεύσασθαι ὥστε αὐτοῦ μενέειν Her. переменить свое решение и остаться здесь; ἀλλὰ μεταβουλευσόμεσθα Eur. но мы можем и переменить решение.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβουλεύω: μεταγινώσκω, μεταβάλλω γνώμην, ἀμφί τινι ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ, μετέγνωσαν κλ., Ὀδ. Ε. 286. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. μεταβουλεύομαι, Ἡρόδ. 1. 156, Εὐρ. Ὀρ. 1526· μ. ἄνω καὶ κάτω Πλάτ. Ἐπιν. 982D· μ., ὥστε μενέειν Ἡρόδ. 8. 57· μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., μετ. στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 12, πρβλ. μεταγιγνώσκω ΙΙ, μεταδοκέω· ὡσαύτως μετὰ γεν., μ. τῆς ἀφίξιος Ἀλκίφρων 2. 4, 19.

English (Autenrieth)

only aor. μετεβούλευσαν, have changed their purpose (cf. μεταφράζομαι), Od. 5.286†.

Greek Monolingual

μεταβουλεύω (Α)
(ενεργ. και συν. μέσ.) αλλάζω γνώμη, παίρνω άλλη απόφαση («εἱ μεταβουλεύσαιο τῆς πρὸς βασιλέα ἀφίξεως», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + βουλεύω / βουλεύομαι «αποφασίζω»].

Greek Monotonic

μεταβουλεύω: μέλ. -σω, τροποποιώ τα σχέδιά μου, αλλάζω τις απόψεις μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. μεταβουλεύομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταβουλεύω στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει γνώμη και δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. σω
to alter one's plans, change one's mind, Od.; but commonly as Dep. μεταβουλεύομαι, Hdt., Eur.; μετ. στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα to change one's mind and not march, Hdt.