μετωπιαῖος: Difference between revisions

From LSJ
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metopiaios
|Transliteration C=metopiaios
|Beta Code=metwpiai=os
|Beta Code=metwpiai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">on</b> or <b class="b2">of the forehead</b>, of a bandage, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.48.26.1</span>, <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span>4</span>. Gal.18(1).786.</span>
|Definition=α, ον, [[on]] or [[of the forehead]], of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.26.1, Sor.''Fasc.''4. Gal.18(1).786.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] auf der Stirn, [[ἐπίδεσις]], Galen.
}}
{{ls
|lstext='''μετωπιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἢ ἀνήκων εἰς αὐτό, Γαλην. τ. 12, σ. 476.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ μετωπιαῖος, -αία, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο [[μέτωπο]] (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο [[οστό]]<br />γ. «[[μετωπιαίος]] μυς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i> ([[πρβλ]]. [[ονυχιαίος]], [[πλευριαίος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπιαῖος Medium diacritics: μετωπιαῖος Low diacritics: μετωπιαίος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΑΙΟΣ
Transliteration A: metōpiaîos Transliteration B: metōpiaios Transliteration C: metopiaios Beta Code: metwpiai=os

English (LSJ)

α, ον, on or of the forehead, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.26.1, Sor.Fasc.4. Gal.18(1).786.

German (Pape)

[Seite 164] auf der Stirn, ἐπίδεσις, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

μετωπιαῖος: -α, -ον, ὁ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἢ ἀνήκων εἰς αὐτό, Γαλην. τ. 12, σ. 476.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μετωπιαῖος, -αία, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μέτωπο (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο οστό
γ. «μετωπιαίος μυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. ονυχιαίος, πλευριαίος)].