μύρισμα: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrisma
|Transliteration C=myrisma
|Beta Code=mu/risma
|Beta Code=mu/risma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ointment</b>, ibid. (pl.), <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(1).249 (pl.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[ointment]], ibid. (pl.), ''Cat.Cod.Astr.''8(1).249 (pl.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.
}}
{{ls
|lstext='''μύρισμα''': τό, [[μύρον]], ὡς τὸ [[μύρωμα]], Πολυδ. Ζ΄, 177.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μύρισμα]]) [[μυρίζω]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[μυρίζω]], το να μυρίζει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[οσμή]], ευωδιά, [[μυρωδιά]]<br /><b>3.</b> αρωματική [[ουσία]], [[άρωμα]], [[μύρο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ευωδιαστό [[άνθος]]<br /><b>2.</b> άσχημη [[μυρωδιά]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μυρίσματα</i><br />τα μυρωδικά<br />(μσν. -αρχ.) αρωματική [[αλοιφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάλειψη]] με [[μύρο]].
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρισμα Medium diacritics: μύρισμα Low diacritics: μύρισμα Capitals: ΜΥΡΙΣΜΑ
Transliteration A: mýrisma Transliteration B: myrisma Transliteration C: myrisma Beta Code: mu/risma

English (LSJ)

-ατος, τό, ointment, ibid. (pl.), Cat.Cod.Astr.8(1).249 (pl.).

German (Pape)

[Seite 220] τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μύρισμα: τό, μύρον, ὡς τὸ μύρωμα, Πολυδ. Ζ΄, 177.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μύρισμα) μυρίζω
(νεοελλ.-μσν.)
1. η ενέργεια του μυρίζω, το να μυρίζει κανείς
2. οσμή, ευωδιά, μυρωδιά
3. αρωματική ουσία, άρωμα, μύρο
μσν.
1. ευωδιαστό άνθος
2. άσχημη μυρωδιά
3. στον πληθ. τὰ μυρίσματα
τα μυρωδικά
(μσν. -αρχ.) αρωματική αλοιφή
αρχ.
επάλειψη με μύρο.