νωτοφορέω: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(9) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=notoforeo | |Transliteration C=notoforeo | ||
|Beta Code=nwtofore/w | |Beta Code=nwtofore/w | ||
|Definition= | |Definition=[[carry on the back]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.54: abs., Id.17.105, Vett. Val.77.14. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0274.png Seite 274]] auf dem Rücken tragen, D. Sic. 3, 45. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νωτοφορέω''': [[φέρω]] ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105· καὶ [[νωτοφορία]], ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54· - ἐκ τοῦ νωτο-[[φόρος]], ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, [[ἀχθοφόρος]], [[φορτηγός]], ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)· νωτ. [[ἡμίονος]] Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Β΄, 180, ἀλλὰ τὸ κείμενον (Κύρ. 6. 2, 34) ἔχει τὸν ἢ τὸ νωτοφόρον, [[ζῷον]] ἀχθοφόρον, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 20· κτήνη νωτοφόρα Συλλ. Ἐπιγραφ. 5128. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νωτοφόρος]]· ὁ μὴ ὑπὸ [[ζυγόν]], ἀλλὰ τῷ νώτῳ ἀχθοφορῶν [[ἄνθρωπος]], [[ἵππος]], [[ὄνος]]». | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νωτοφορέω:''' [[нести на спине]] Diod. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 27 March 2024
English (LSJ)
carry on the back, D.S.2.54: abs., Id.17.105, Vett. Val.77.14.
German (Pape)
[Seite 274] auf dem Rücken tragen, D. Sic. 3, 45.
Greek (Liddell-Scott)
νωτοφορέω: φέρω ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105· καὶ νωτοφορία, ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54· - ἐκ τοῦ νωτο-φόρος, ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, ἀχθοφόρος, φορτηγός, ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)· νωτ. ἡμίονος Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Β΄, 180, ἀλλὰ τὸ κείμενον (Κύρ. 6. 2, 34) ἔχει τὸν ἢ τὸ νωτοφόρον, ζῷον ἀχθοφόρον, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 20· κτήνη νωτοφόρα Συλλ. Ἐπιγραφ. 5128. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νωτοφόρος· ὁ μὴ ὑπὸ ζυγόν, ἀλλὰ τῷ νώτῳ ἀχθοφορῶν ἄνθρωπος, ἵππος, ὄνος».
Russian (Dvoretsky)
νωτοφορέω: нести на спине Diod.