ὀλιγοχρόνιος: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oligochronios | |Transliteration C=oligochronios | ||
|Beta Code=o)ligoxro/nios | |Beta Code=o)ligoxro/nios | ||
|Definition= | |Definition=ὀλιγοχρόνιον, also α, ον AP7.648 (Leon.), Aret.CA2.1 :—<br><span class="bld">A</span> [[of short duration]], [[short-lived]], Thgn.1020, Mimn.5.5, Democr.285, Antipho Soph.51, [[Herodotus|Hdt.]]1.38, Pl.Phd.87c, 87d, Arist.Pol.1315b11, etc.; opp. [[πολυχρόνιος]], Phld.Sign.23.<br><span class="bld">II</span> [[within a short time]], [[κίνδυνος]] ([[varia lectio|v.l.]] [[θάνατος]]) Hp.Prog.7. Adv. [[ὀλιγοχρονίως]] Gal.18(2).243, Iamb.Protr. 20. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0322.png Seite 322]] auch 3 Endgn, von kurzer Zeit, kurzer Dauer; Theogn. 1014; Her. 1, 38; τὸ [[σῶμα]] ἀσθενέστερον καὶ ὀλιγοχρονιώτερον, Plat. Phaed. 87 c; καὶ [[λίαν]] [[εὔφθαρτος]], Pol. 2, 34, 6; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 8 Luc. Nigr. 26. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui dure peu]], [[de courte durée]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[χρόνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγοχρόνιος:''' 2, реже 3 кратковременный, недолговечный (τὸ [[σῶμα]] Plat.; [[κάλλος]] Plut.; ὀ. καὶ [[εὔφθαρτος]] Polyb.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀλῐγοχρόνιος''': -ον, καὶ α, ον Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 1· - ὁ ὀλίγον χρόνον μόνον ζῶν ἢ διαρκῶν, [[βραχυχρόνιος]], Θέογν. 1014, Μίμνερμ. 5, Ἡρόδ. 1. 38, Πλάτ. Φαίδων 87C, D, Ἀριστ. κλ. ΙΙ. ἐντὸς μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος συμβαίνων, [[θάνατος]] Ἱππ. Προγν. 38. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὀλιγοχρόνιος]], -ον, θηλ. και -ία) [[ολιγόχρονος]]<br />αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[λιγόχρονος]] (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν [[ὀλιγαρχία]] καὶ [[τυραννίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[μέσα]] σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγοχρόνιος:''' -ον και -α, -ον ([[χρόνος]]), αυτός που διαρκεί ή ζει για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], που είναι μικρής διάρκειας, [[βραχυχρόνιος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀλῐγο-[[χρόνιος]], ον, [[χρόνος]]<br />[[lasting]] or [[living]] but [[little]] [[time]], of [[short]] [[duration]], Theogn., Hdt., etc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[lasting a short time]], [[lasting short time]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
ὀλιγοχρόνιον, also α, ον AP7.648 (Leon.), Aret.CA2.1 :—
A of short duration, short-lived, Thgn.1020, Mimn.5.5, Democr.285, Antipho Soph.51, Hdt.1.38, Pl.Phd.87c, 87d, Arist.Pol.1315b11, etc.; opp. πολυχρόνιος, Phld.Sign.23.
II within a short time, κίνδυνος (v.l. θάνατος) Hp.Prog.7. Adv. ὀλιγοχρονίως Gal.18(2).243, Iamb.Protr. 20.
German (Pape)
[Seite 322] auch 3 Endgn, von kurzer Zeit, kurzer Dauer; Theogn. 1014; Her. 1, 38; τὸ σῶμα ἀσθενέστερον καὶ ὀλιγοχρονιώτερον, Plat. Phaed. 87 c; καὶ λίαν εὔφθαρτος, Pol. 2, 34, 6; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 8 Luc. Nigr. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dure peu, de courte durée.
Étymologie: ὀλίγος, χρόνος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγοχρόνιος: 2, реже 3 кратковременный, недолговечный (τὸ σῶμα Plat.; κάλλος Plut.; ὀ. καὶ εὔφθαρτος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοχρόνιος: -ον, καὶ α, ον Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 1· - ὁ ὀλίγον χρόνον μόνον ζῶν ἢ διαρκῶν, βραχυχρόνιος, Θέογν. 1014, Μίμνερμ. 5, Ἡρόδ. 1. 38, Πλάτ. Φαίδων 87C, D, Ἀριστ. κλ. ΙΙ. ἐντὸς μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος συμβαίνων, θάνατος Ἱππ. Προγν. 38.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὀλιγοχρόνιος, -ον, θηλ. και -ία) ολιγόχρονος
αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα λιγόχρονος (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», Ηρόδ.
β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία καὶ τυραννίς», Αριστοτ.)
αρχ.
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Greek Monotonic
ὀλῐγοχρόνιος: -ον και -α, -ον (χρόνος), αυτός που διαρκεί ή ζει για μικρό χρονικό διάστημα, που είναι μικρής διάρκειας, βραχυχρόνιος, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ὀλῐγο-χρόνιος, ον, χρόνος
lasting or living but little time, of short duration, Theogn., Hdt., etc.