ὁλμειός: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olmeios
|Transliteration C=olmeios
|Beta Code=o(lmeio/s
|Beta Code=o(lmeio/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mortar</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>238</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[mortar]], Sch.Ar.''V.''238.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0324.png Seite 324]] ὁ, = [[ὅλμος]], nach Schol. Ar. Vesp. 238 [[στρογγύλος]] [[λίθος]], εἰς ὃν κόπτουσιν ὄσπρια, u. so Suid.
}}
{{ls
|lstext='''ὁλμειός''': ὁ, = [[ὅλμος]] ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 238.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὁλμειός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάκα]] [[μέσα]] στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το [[κάτω]] [[άκρο]] της ατράκτου βαρούλκου πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρογγυλός]] [[λίθος]] με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅλμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειός</i> (<b>πρβλ.</b> [[αμνειός]], [[στελειός]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλμειός Medium diacritics: ὁλμειός Low diacritics: ολμειός Capitals: ΟΛΜΕΙΟΣ
Transliteration A: holmeiós Transliteration B: holmeios Transliteration C: olmeios Beta Code: o(lmeio/s

English (LSJ)

ὁ, mortar, Sch.Ar.V.238.

German (Pape)

[Seite 324] ὁ, = ὅλμος, nach Schol. Ar. Vesp. 238 στρογγύλος λίθος, εἰς ὃν κόπτουσιν ὄσπρια, u. so Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλμειός: ὁ, = ὅλμος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 238.

Greek Monolingual

ο (Α ὁλμειός)
νεοελλ.
πλάκα μέσα στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το κάτω άκρο της ατράκτου βαρούλκου πλοίου
αρχ.
στρογγυλός λίθος με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + επίθημα -ειός (πρβλ. αμνειός, στελειός)].