ὁμομαστιγίας: Difference between revisions

(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omomastigias
|Transliteration C=omomastigias
|Beta Code=o(momastigi/as
|Beta Code=o(momastigi/as
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fellow-knave</b> (cf. <b class="b3">μαστιγίας</b>), of Zeus (i.e. Zeus <b class="b3">Δούλιος</b> acc. to Sch.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>756</span>.</span>
|Definition=-ου, ὁ, [[fellow-knave]] (cf. [[μαστιγίας]]), of Zeus (i.e. Zeus [[Δούλιος]] acc. to Sch.), Ar.''Ra.''756.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0338.png Seite 338]] ὁ, der Mitgcpeitschtwerdende, Prügelgenoß, komisch für Mitsklave, Ar. Ran. 756.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon de fouet, <i>càd</i> d'esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[μαστιγίας]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμομαστῑγίας:''' ου ὁ шутл. товарищ по кнуту, т. е. по рабству Arph.
}}
{{ls
|lstext='''ὁμομαστῑγίας''': -ου, ὁ, [[ὁμόδουλος]] (πρβλ. [[μαστιγίας]]), Ἀριστοφ. Βάτρ. 756.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμομαστιγίας]], ὁ (Α)<br />(ως [[χαρακτηρισμός]] του [[Διός]] στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, [[δηλαδή]] [[είναι]] [[δούλος]], [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαστιγίας]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμομαστῑγίας:''' -ου, ὁ, αυτός που ανήκει από κοινού στην [[τάξη]] των [[δούλων]], [[ομόδουλος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

English (LSJ)

-ου, ὁ, fellow-knave (cf. μαστιγίας), of Zeus (i.e. Zeus Δούλιος acc. to Sch.), Ar.Ra.756.

German (Pape)

[Seite 338] ὁ, der Mitgcpeitschtwerdende, Prügelgenoß, komisch für Mitsklave, Ar. Ran. 756.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compagnon de fouet, càd d'esclavage.
Étymologie: ὁμός, μαστιγίας.

Russian (Dvoretsky)

ὁμομαστῑγίας: ου ὁ шутл. товарищ по кнуту, т. е. по рабству Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμομαστῑγίας: -ου, ὁ, ὁμόδουλος (πρβλ. μαστιγίας), Ἀριστοφ. Βάτρ. 756.

Greek Monolingual

ὁμομαστιγίας, ὁ (Α)
(ως χαρακτηρισμός του Διός στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, δηλαδή είναι δούλος, μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + μαστιγίας (< μάστιξ)].

Greek Monotonic

ὁμομαστῑγίας: -ου, ὁ, αυτός που ανήκει από κοινού στην τάξη των δούλων, ομόδουλος, σε Αριστοφ.