πάμφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pamfonos
|Transliteration C=pamfonos
|Beta Code=pa/mfwnos
|Beta Code=pa/mfwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with all tones, full-toned</b> or <b class="b2">many-toned</b>, ἔντεα αὐλῶν <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>7.12</span>; μέλος <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>12.19</span>; αὐλῶν ὁμοκλαί <span class="bibl">Id.<span class="title">I.</span>5(4).27</span>; ὑμέναιοι <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>3.17</span>: generally, <b class="b2">expressive</b>, χεῖρες <span class="title">APl.</span>4.290 (Antip.); <b class="b3">π. οἶνος</b> <b class="b2">noisy</b>, <span class="bibl">Philox.16</span>.</span>
|Definition=πάμφωνον, [[with all tones]], [[full-toned]] or [[many-toned]], ἔντεα αὐλῶν Pi.''O.''7.12; μέλος Id.''P.''12.19; αὐλῶν ὁμοκλαί Id.''I.''5(4).27; ὑμέναιοι Id.''P.''3.17: generally, [[expressive]], χεῖρες ''APl.''4.290 (Antip.); <b class="b3">π. οἶνος</b> [[noisy]], Philox.16.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0455.png Seite 455]] allstimmig, mit allen Stimmen, Tönen, alltönig; [[μέλος]], Pind. P. 12, 19; ὑμεναῖοι, ὁμοκλαί, P. 3, 17 I. 4, 30; von Flöten, Ol. 7, 12; sp. D., [[οἶνος]], Philoxen. bei Ath. II, 35 e; auch χεῖρες, die ausdrucksvollen Hände eines Pantomimen, Antp. Thess. 27 (Plan. 290); auch in später Prosa.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui fait entendre toute sorte de sons]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tout à fait expressif.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[φωνή]].
}}
{{elnl
|elnltext=πάμφωνος -ον &#91;[[πᾶς]], [[φωνή]]] met allerlei soorten klank (van muziek).
}}
{{elru
|elrutext='''πάμφωνος:''' издающий все звуки, т. е. многозвучный, многоголосый ([[μέλος]], ὑμέναιοι Pind.).
}}
{{ls
|lstext='''πάμφωνος''': -ον, ὁ ἐκπέμπων ἢ παράγων τὰς φωνάς, πάντας τοὺς τόνους ἢ ἤχους, ἐπίθ. τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ο. 7. 21, Π. 12. 34, Ι. 5 (4). 35. [[ὡσαύτως]], π. [[ὑμέναιος]], ὁ μετὰ πολλῶν φωνῶν ᾀδόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 30. [[καθόλου]], [[ἐκφραστικός]], χεῖρες Ἀνθ. Πλανούδ. 290. π. [[οἶνος]], [[θορυβώδης]], Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 35 D. - Ἐπίρρ. -νως, Συνέσ. 287Β.
}}
{{Slater
|sltr=[[πάμφωνος]], -ον</b> [[full]] voiced; [[all]]-expressive παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12) παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (P. 3.17) [[παρθένος]] αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον [[μέλος]] (P. 12.19) κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον (I. 5.27)
}}
{{grml
|mltxt=[[πάμφωνος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει ή παράγει όλες τις φωνές, όλους τους ήχους ή τους τόνους<br /><b>2.</b> αυτός που τραγουδιέται από πολλές και δυνατές φωνές («οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που κάνει κάποιον να βγάζει φωνές, που λύνει τη [[γλώσσα]] του και προκαλεί [[έτσι]] θόρυβο και [[φλυαρία]] («εὐρρείτας [[οἶνος]] [[πάμφωνος]]», Φιλόξ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παμφώνως</i> (Α)<br />με όλες τις φωνές, με όλους τους ήχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάμφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που αποτελείται από όλες τις φωνές, [[γεμάτος]] φωνές ή [[πολύφωνος]], σε Πίνδ.· γενικά, [[εκφραστικός]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάμ-φωνος, ον, [[φωνή]]<br />with all tones, [[full]]-toned or [[many]]-[[tone]], Pind.: [[generally]], expressive, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφωνος Medium diacritics: πάμφωνος Low diacritics: πάμφωνος Capitals: ΠΑΜΦΩΝΟΣ
Transliteration A: pámphōnos Transliteration B: pamphōnos Transliteration C: pamfonos Beta Code: pa/mfwnos

English (LSJ)

πάμφωνον, with all tones, full-toned or many-toned, ἔντεα αὐλῶν Pi.O.7.12; μέλος Id.P.12.19; αὐλῶν ὁμοκλαί Id.I.5(4).27; ὑμέναιοι Id.P.3.17: generally, expressive, χεῖρες APl.4.290 (Antip.); π. οἶνος noisy, Philox.16.

German (Pape)

[Seite 455] allstimmig, mit allen Stimmen, Tönen, alltönig; μέλος, Pind. P. 12, 19; ὑμεναῖοι, ὁμοκλαί, P. 3, 17 I. 4, 30; von Flöten, Ol. 7, 12; sp. D., οἶνος, Philoxen. bei Ath. II, 35 e; auch χεῖρες, die ausdrucksvollen Hände eines Pantomimen, Antp. Thess. 27 (Plan. 290); auch in später Prosa.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait entendre toute sorte de sons;
2 fig. tout à fait expressif.
Étymologie: πᾶν, φωνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμφωνος -ον [πᾶς, φωνή] met allerlei soorten klank (van muziek).

Russian (Dvoretsky)

πάμφωνος: издающий все звуки, т. е. многозвучный, многоголосый (μέλος, ὑμέναιοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πάμφωνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων ἢ παράγων τὰς φωνάς, πάντας τοὺς τόνους ἢ ἤχους, ἐπίθ. τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ο. 7. 21, Π. 12. 34, Ι. 5 (4). 35. ὡσαύτως, π. ὑμέναιος, ὁ μετὰ πολλῶν φωνῶν ᾀδόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 30. καθόλου, ἐκφραστικός, χεῖρες Ἀνθ. Πλανούδ. 290. π. οἶνος, θορυβώδης, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 35 D. - Ἐπίρρ. -νως, Συνέσ. 287Β.

English (Slater)

πάμφωνος, -ον full voiced; all-expressive παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12) παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (P. 3.17) παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος (P. 12.19) κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον (I. 5.27)

Greek Monolingual

πάμφωνος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που εκπέμπει ή παράγει όλες τις φωνές, όλους τους ήχους ή τους τόνους
2. αυτός που τραγουδιέται από πολλές και δυνατές φωνές («οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων», Πίνδ.)
3. μτφ. εκφραστικός
4. αυτός που κάνει κάποιον να βγάζει φωνές, που λύνει τη γλώσσα του και προκαλεί έτσι θόρυβο και φλυαρία («εὐρρείτας οἶνος πάμφωνος», Φιλόξ.).
επίρρ...
παμφώνως (Α)
με όλες τις φωνές, με όλους τους ήχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φωνος (< φωνή)].

Greek Monotonic

πάμφωνος: -ον (φωνή), αυτός που αποτελείται από όλες τις φωνές, γεμάτος φωνές ή πολύφωνος, σε Πίνδ.· γενικά, εκφραστικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

πάμ-φωνος, ον, φωνή
with all tones, full-toned or many-tone, Pind.: generally, expressive, Anth.