παραμυθητός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paramythitos | |Transliteration C=paramythitos | ||
|Beta Code=paramuqhto/s | |Beta Code=paramuqhto/s | ||
|Definition= | |Definition=παραμυθητή, παραμυθητόν, [[consolable]], Sch.Il.9.526. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραμῡθητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 516. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παραμυθούμαι]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να παρηγορήσει, ο [[δεκτικός]] παρηγοριάς. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
παραμυθητή, παραμυθητόν, consolable, Sch.Il.9.526.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 516.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παραμυθούμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να παρηγορήσει, ο δεκτικός παρηγοριάς.