παρατηρήσιμος: Difference between revisions
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paratirisimos | |Transliteration C=paratirisimos | ||
|Beta Code=parathrh/simos | |Beta Code=parathrh/simos | ||
|Definition= | |Definition=παρατηρήσιμον, gloss on [[ἀποφράδας]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρατηρήσιμος''': ὁ, ἡ, ὃν παρατηρεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀποφράδας. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παρατηρήσιμος]], -ον, ΝΑ [[παρατήρησις]]<br />αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:26, 25 August 2023
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
παρατηρήσιμος: ὁ, ἡ, ὃν παρατηρεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀποφράδας.
Greek Monolingual
-η, -ο / παρατηρήσιμος, -ον, ΝΑ παρατήρησις
αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί.