παρηγορία: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(9)
 
m (Text replacement - "Secund. ''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
 
(34 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parigoria
|Transliteration C=parigoria
|Beta Code=parhgori/a
|Beta Code=parhgori/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exhortation, persuasion</b>, <span class="bibl">A.R.2.1281</span> (pl.) : metaph., χρίματος . . ἀδόλοισι παρηγορίαις <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>95</span> (anap.) ; <b class="b3">ἴση παρηγορία</b>, = [[ἰσηγορία]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.17b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">surname</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.3</span> (sed leg. <b class="b3">προσηγ-</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">consolation</b>, τοῦ πένθους <span class="bibl">Plu. <span class="title">Cim.</span>4</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Per.</span>34</span> ; <b class="b3">υἱοῖο</b> for his loss, <span class="title">IG</span>7.2544 (Thebes) ; <b class="b3">ὁδευόντων π</b>., of the moon, <span class="bibl">Secund. <span class="title">Sent.</span>6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">assuagement</b>, <span class="bibl">Diocl.Fr.142</span>, etc. ; τοῦ παροξυσμοῦ <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.3</span>.</span>
|Definition=Ion. [[παρηγορίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[exhortation]], [[persuasion]], A.R.2.1281 (pl.): metaph., χρίματος… ἀδόλοισι παρηγορίαις [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''95 (anap.); <b class="b3">ἴση παρηγορία</b>, = [[ἰσηγορία]], Jul.''Or.''1.17b.<br><span class="bld">2</span> [[surname]], J.''BJ''4.8.3 (sed leg. <b class="b3">προσηγ-</b>).<br><span class="bld">II</span> [[consolation]], τοῦ πένθους Plu. ''Cim.''4, cf. ''Per.''34; [[υἱοῖο]] for his loss, ''IG''7.2544 (Thebes); <b class="b3">ὁδευόντων π.</b>, of the moon, [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''6.<br><span class="bld">2</span> [[assuagement]], Diocl.Fr.142, etc.; τοῦ παροξυσμοῦ Aret.''CD''1.3.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[exhortation]], [[encouragement]];<br /><b>2</b> [[consolation]], [[adoucissement]].<br />'''Étymologie:''' [[παρήγορος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρηγορία -ας, ἡ, Ion. παρηγορίη [παρήγορος] aansporing; overdr.: φαρμασσομένη χρίματος... παρηγορίαις (de vlam) gevoed door de impulsen van de olie Aeschl. Ag. 95. verlichting, verzachting:. ἐπὶ παρηγορίᾳ τοῦ πένθους ter verzachting van het leed Plut. Cim. 4.10.
}}
{{elru
|elrutext='''παρηγορία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[увещевание]], [[убеждение]], [[поощрение]]: χρίματος παρηγορίαι Aesch. побудительная сила масла (поддерживающего пламя);<br /><b class="num">2</b> [[утешение]] (πένθους Plut.; π. [[γενέσθαι]] τινί NT);<br /><b class="num">3</b> [[утоление]] (λιμοῦ καὶ δίψους Sext.).
}}
{{ls
|lstext='''παρηγορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[παραίνεσις]], [[προτροπή]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση [[παρηγορία]], = [[ἰσηγορία]], Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. [[παραμυθία]], [[παρηγορία]], κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― [[κατάπτωσις]], [[καταπράϋνσις]], τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3.
}}
{{StrongGR
|strgr=from a [[compound]] of [[παρά]] and a derivative of [[ἀγορά]] ([[meaning]] to [[harangue]] an [[assembly]]); an [[address]] alongside, i.e. ([[specially]]), [[consolation]]: [[comfort]].
}}
{{Thayer
|txtha=παρηγοριας, ἡ ([[παρηγορέω]] (to [[address]])), [[properly]], an addressing, [[address]]; i. e.<br /><b class="num">a.</b> [[exhortation]] (Apoll. Rh. 2,1281).<br /><b class="num">b.</b> [[comfort]], [[solace]], [[relief]], [[alleviation]], [[consolation]]: Lightfoot). ([[Aeschylus]] Ag. 95; [[Philo]], q. deus immort. § 14; de somn. i., § 18; Josephus, Antiquities 4,8, 3; [[often]] in [[Plutarch]]; Hierocl.)
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[παρηγοριά]] και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παρηγορώ]], ο [[μετριασμός]] του ψυχικού πόνου και η [[ανακούφιση]] του πάσχοντος με [[κατάλληλα]] [[λόγια]], η [[παραμυθία]]<br /><b>νεοελ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καθετί]] που απαλύνει τον [[ψυχικό]] πόνο<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στον τ. [[παρηγοριά]]) η [[μετάβαση]] και [[συνήθως]] η [[διανυκτέρευση]] τών [[φίλων]] στο [[σπίτι]] εκτιθέμενου νεκρού<br /><b>3.</b> [[γεύμα]] που παρατίθεται στην [[οικία]] νεκρού [[μετά]] τον ενταφιασμό του, αλλ. [[μακαριά]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[παρηγοριά]] στον άρρωστο ώσπου να βγει η [[ψυχή]] του» — λέγεται στην [[περίπτωση]] απατηλών υποσχέσεων ή σχετικά με μάταιη [[ελπίδα]] ή [[αναμονή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρόρμηση]], [[προτροπή]]<br /><b>2.</b> [[κατευνασμός]], [[κατάπαυση]] («[[παρηγοριά]] τοῦ παροξυσμοῦ», Αρετ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενίσχυση]]<br /><b>4.</b> [[επώνυμο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ίση [[παρηγοριά]]» — [[ισηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[παρηγορία]] (> [[παρηγοριά]]) <span style="color: red;"><</span> [[παρηγορώ]], ενώ ο τ. <i>παρηγόρια</i> <span style="color: red;"><</span> [[παρηγορώ]] υποχωρητικά].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρηγορία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προτροπή]], [[εμψύχωση]], [[παραίνεση]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρηγοριά]], [[ανακούφιση]], [[παραμυθία]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρηγορία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[exhortation]], [[persuasion]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[consolation]], Plut.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':parhgor⋯a 爬而-誒哥里阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':在旁-買(著)<br />'''字義溯源''':在旁講論,安慰,鼓勵,解救,慰藉;由([[παρά]])*=旁,近)與([[ἀγορά]])=市區廣場)組成,而 ([[ἀγορά]])出自([[ἄγω]])X*=聚集)。參讀 ([[παράκλησις]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);西(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 安慰(1) 西4:11
}}
}}

Latest revision as of 17:12, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηγορία Medium diacritics: παρηγορία Low diacritics: παρηγορία Capitals: ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: parēgoría Transliteration B: parēgoria Transliteration C: parigoria Beta Code: parhgori/a

English (LSJ)

Ion. παρηγορίη, ἡ,
A exhortation, persuasion, A.R.2.1281 (pl.): metaph., χρίματος… ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95 (anap.); ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Jul.Or.1.17b.
2 surname, J.BJ4.8.3 (sed leg. προσηγ-).
II consolation, τοῦ πένθους Plu. Cim.4, cf. Per.34; υἱοῖο for his loss, IG7.2544 (Thebes); ὁδευόντων π., of the moon, Secund.Sent.6.
2 assuagement, Diocl.Fr.142, etc.; τοῦ παροξυσμοῦ Aret.CD1.3.

German (Pape)

[Seite 520] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 exhortation, encouragement;
2 consolation, adoucissement.
Étymologie: παρήγορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρηγορία -ας, ἡ, Ion. παρηγορίη [παρήγορος] aansporing; overdr.: φαρμασσομένη χρίματος... παρηγορίαις (de vlam) gevoed door de impulsen van de olie Aeschl. Ag. 95. verlichting, verzachting:. ἐπὶ παρηγορίᾳ τοῦ πένθους ter verzachting van het leed Plut. Cim. 4.10.

Russian (Dvoretsky)

παρηγορία:
1 увещевание, убеждение, поощрение: χρίματος παρηγορίαι Aesch. побудительная сила масла (поддерживающего пламя);
2 утешение (πένθους Plut.; π. γενέσθαι τινί NT);
3 утоление (λιμοῦ καὶ δίψους Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

παρηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, παραίνεσις, προτροπή, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. παραμυθία, παρηγορία, κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― κατάπτωσις, καταπράϋνσις, τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3.

English (Strong)

from a compound of παρά and a derivative of ἀγορά (meaning to harangue an assembly); an address alongside, i.e. (specially), consolation: comfort.

English (Thayer)

παρηγοριας, ἡ (παρηγορέω (to address)), properly, an addressing, address; i. e.
a. exhortation (Apoll. Rh. 2,1281).
b. comfort, solace, relief, alleviation, consolation: Lightfoot). (Aeschylus Ag. 95; Philo, q. deus immort. § 14; de somn. i., § 18; Josephus, Antiquities 4,8, 3; often in Plutarch; Hierocl.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρηγορώ, ο μετριασμός του ψυχικού πόνου και η ανακούφιση του πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία
νεοελ.
1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό πόνο
2. (ιδίως στον τ. παρηγοριά) η μετάβαση και συνήθως η διανυκτέρευση τών φίλων στο σπίτι εκτιθέμενου νεκρού
3. γεύμα που παρατίθεται στην οικία νεκρού μετά τον ενταφιασμό του, αλλ. μακαριά
4. παροιμ. «παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του» — λέγεται στην περίπτωση απατηλών υποσχέσεων ή σχετικά με μάταιη ελπίδα ή αναμονή
αρχ.
1. παρόρμηση, προτροπή
2. κατευνασμός, κατάπαυσηπαρηγοριά τοῦ παροξυσμοῦ», Αρετ.)
3. μτφ. ενίσχυση
4. επώνυμο
5. φρ. «ίση παρηγοριά» — ισηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρηγορία (> παρηγοριά) < παρηγορώ, ενώ ο τ. παρηγόρια < παρηγορώ υποχωρητικά].

Greek Monotonic

παρηγορία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. προτροπή, εμψύχωση, παραίνεση, σε Αισχύλ.
II. παρηγοριά, ανακούφιση, παραμυθία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

παρηγορία, ἡ,
I. exhortation, persuasion, Aesch.
II. consolation, Plut.

Chinese

原文音譯:parhgor⋯a 爬而-誒哥里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-買(著)
字義溯源:在旁講論,安慰,鼓勵,解救,慰藉;由(παρά)*=旁,近)與(ἀγορά)=市區廣場)組成,而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X*=聚集)。參讀 (παράκλησις)同義字
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 安慰(1) 西4:11