τερμιόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(Autenrieth)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=termioeis
|Transliteration C=termioeis
|Beta Code=termio/eis
|Beta Code=termio/eis
|Definition=εσσα, εν, (<b class="b3">τέρμις</b>, if <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πέζα]] 11.2) prob. <b class="b2">fringed</b>, ἀσπίς <span class="bibl">Il. 16.803</span> (prob. read by Zenod. in <span class="bibl">Il.3.334</span>, v. [[τερσανόεσσα]]) χιτών <span class="bibl">Od.19.242</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>537</span>.</span>
|Definition=τερμιόεσσα, τερμιόεν, ([[τέρμις]], if = [[πέζα]] II.2) prob. [[fringed]], ἀσπίς Il. 16.803 (prob. read by Zenod. in Il.3.334, v. [[τερσανόεσσα]]) χιτών Od.19.242, Hes.''Op.''537.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1094.png Seite 1094]] εσσα, εν, was bis zu Ende geht; ἀσπὶς τερμιόεσσα, ein Schild, der den ganzen Leib bedeckt, Il. 16, 803; [[χιτών]], ein bis auf die Erde herabreichendes Untergewand, Od. 19, 242, Hes. O. 539, wie [[ποδήρης]], vgl. Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1094.png Seite 1094]] εσσα, εν, was bis zu Ende geht; ἀσπὶς τερμιόεσσα, ein Schild, der den ganzen Leib bedeckt, Il. 16, 803; [[χιτών]], ein bis auf die Erde herabreichendes Untergewand, Od. 19, 242, Hes. O. 539, wie [[ποδήρης]], vgl. Suid.
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />[[qui descend jusqu'aux pieds]].<br />'''Étymologie:''' [[τέρμιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερμιόεις:''' όεσσα, όεν доходящий до земли, спускающийся до пят ([[ἀσπίς]] Hom.; [[χιτών]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τερμιόεις''': εσσα, εν, ([[τέρμα]]) ὁ ἐκτεινόμενος [[μέχρι]] τοῦ τέρματος, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ἐκτεινομένη ἢ καθήκουσα ἀπὸ κεφαλῆς [[μέχρι]] ποδῶν, «[[ποδήρης]], ἢ ὅλον τὸν ἄνθρωπον σκέπουσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 803· χιτὼν τ., ὡς τὸ χ. [[ποδήρης]], Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τερμιόεντα· ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν [[μέχρι]] τῶν ποδῶν τερματιζόμενον», καὶ «τερμιόεν· ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον, [[πρέπον]]».
|lstext='''τερμιόεις''': εσσα, εν, ([[τέρμα]]) ὁ ἐκτεινόμενος [[μέχρι]] τοῦ τέρματος, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ἐκτεινομένη ἢ καθήκουσα ἀπὸ κεφαλῆς [[μέχρι]] ποδῶν, «[[ποδήρης]], ἢ ὅλον τὸν ἄνθρωπον σκέπουσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 803· χιτὼν τ., ὡς τὸ χ. [[ποδήρης]], Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τερμιόεντα· ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν [[μέχρι]] τῶν ποδῶν τερματιζόμενον», καὶ «τερμιόεν· ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον, [[πρέπον]]».
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />qui descend jusqu’aux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέρμιος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εσσα, εν ([[τέρμις]] = [[πούς]]): reaching to the feet; according to others, [[fringed]], tasselled; [[χιτών]], [[ἀσπίς]], τ 2, Il. 16.803.
|auten=εσσα, εν ([[τέρμις]] = [[πούς]]): reaching to the feet; according to others, [[fringed]], tasselled; [[χιτών]], [[ἀσπίς]], τ 2, Il. 16.803.
}}
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τα τέρματα, ώς τα ακρότατα [[σημεία]] (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» — [[ασπίδα]] που καλύπτει όλο το [[σώμα]], από το [[κεφάλι]] [[μέχρι]] τα πόδια, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «χιτὼν [[τερμιόεις]]» — [[χιτώνας]] που σκεπάζει όλο το [[σώμα]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τερμιόεν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον. [[πρέπον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>τερμ</i>-[[ιόεις]] έχει σχηματιστεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], από το ουσ. [[τέρμα]] (<b>πρβλ.</b> [[τεῖχος]]: [[τειχιόεις]]), <b>βλ. λ.</b> [[τειχιόεις]] και -<i>όεις</i>. Κατ' [[άλλη]] όμως [[άποψη]], το επίθ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος [[τέρμις]]<br />[[πούς]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[διαπερνώ]]» με [[επίθημα]] -<i>μι</i>-<i>ς</i> ή -<i>μι</i>-<i>δ</i>-<i>ς</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φῆμις]], [[τράμις]]). Ο τ. [[τέρμις]], με αρχική σημ. «όριο, [[πλαίσιο]], [[μπορντούρα]]», μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή <i>temi</i> «[[ρείθρο]], [[παρυφή]]». Επίσης στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται το παράγωγο σε -<i>Fεντ</i>-: <i>temiwete</i> και με οδοντική [[παρέκταση]] <i>temidwete</i>. Σύμφωνα με την πρώτη, [[ωστόσο]], [[άποψη]] ο τ. [[τέρμις]] έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. [[τερμιόεις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τερμιόεις:''' -εσσα, -εν ([[τέρμα]]), αυτός που εκτείνεται [[μέχρι]] το [[τέρμα]], <i>ἀσπὶς τερμιόεσσα</i>, [[ασπίδα]] που εκτείνεται από το [[κεφάλι]] [[μέχρι]] τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, χιτὼν [[τερμιόεις]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τερμιόεις]], εσσα, εν [[τέρμα]]<br />[[going]] [[even]] to the end, ἀσπὶς τερμιόεσσα a [[shield]] that reaches from [[head]] to [[foot]], Il.; so, χιτὼν τ. Od.
}}
{{FriskDe
|ftr='''τερμιόεις''': [[τέρμων]]<br />{termióeis}<br />'''See also''': s. [[τέρμα]].<br />'''Page''' 2,881
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερμιόεις Medium diacritics: τερμιόεις Low diacritics: τερμιόεις Capitals: ΤΕΡΜΙΟΕΙΣ
Transliteration A: termióeis Transliteration B: termioeis Transliteration C: termioeis Beta Code: termio/eis

English (LSJ)

τερμιόεσσα, τερμιόεν, (τέρμις, if = πέζα II.2) prob. fringed, ἀσπίς Il. 16.803 (prob. read by Zenod. in Il.3.334, v. τερσανόεσσα) χιτών Od.19.242, Hes.Op.537.

German (Pape)

[Seite 1094] εσσα, εν, was bis zu Ende geht; ἀσπὶς τερμιόεσσα, ein Schild, der den ganzen Leib bedeckt, Il. 16, 803; χιτών, ein bis auf die Erde herabreichendes Untergewand, Od. 19, 242, Hes. O. 539, wie ποδήρης, vgl. Suid.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
qui descend jusqu'aux pieds.
Étymologie: τέρμιος.

Russian (Dvoretsky)

τερμιόεις: όεσσα, όεν доходящий до земли, спускающийся до пят (ἀσπίς Hom.; χιτών Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

τερμιόεις: εσσα, εν, (τέρμα) ὁ ἐκτεινόμενος μέχρι τοῦ τέρματος, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ἐκτεινομένη ἢ καθήκουσα ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, «ποδήρης, ἢ ὅλον τὸν ἄνθρωπον σκέπουσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 803· χιτὼν τ., ὡς τὸ χ. ποδήρης, Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τερμιόεντα· ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν μέχρι τῶν ποδῶν τερματιζόμενον», καὶ «τερμιόεν· ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον, πρέπον».

English (Autenrieth)

εσσα, εν (τέρμις = πούς): reaching to the feet; according to others, fringed, tasselled; χιτών, ἀσπίς, τ 2, Il. 16.803.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» — ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ.
β. «χιτὼν τερμιόεις» — χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.)
2. (το ουδ.) τερμιόεν
(κατά τον Ησύχ.) «ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον. πρέπον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τερμ-ιόεις έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, από το ουσ. τέρμα (πρβλ. τεῖχος: τειχιόεις), βλ. λ. τειχιόεις και -όεις. Κατ' άλλη όμως άποψη, το επίθ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος τέρμις
πούς < ρίζα ter- «τρυπώ, διαπερνώ» με επίθημα -μι-ς ή -μι-δ-ς- (πρβλ. φῆμις, τράμις). Ο τ. τέρμις, με αρχική σημ. «όριο, πλαίσιο, μπορντούρα», μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή temi «ρείθρο, παρυφή». Επίσης στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται το παράγωγο σε -Fεντ-: temiwete και με οδοντική παρέκταση temidwete. Σύμφωνα με την πρώτη, ωστόσο, άποψη ο τ. τέρμις έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. τερμιόεις.

Greek Monotonic

τερμιόεις: -εσσα, -εν (τέρμα), αυτός που εκτείνεται μέχρι το τέρμα, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ασπίδα που εκτείνεται από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, χιτὼν τερμιόεις, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

τερμιόεις, εσσα, εν τέρμα
going even to the end, ἀσπὶς τερμιόεσσα a shield that reaches from head to foot, Il.; so, χιτὼν τ. Od.

Frisk Etymology German

τερμιόεις: τέρμων
{termióeis}
See also: s. τέρμα.
Page 2,881