πειθανάγκη: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peithanagki | |Transliteration C=peithanagki | ||
|Beta Code=peiqana/gkh | |Beta Code=peiqana/gkh | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[compulsion under the disguise of persuasion]], [[force majeure]], [[duress]], Plb.21.42.7; π. προσάγειν τισὶ τοῦ συγχωρεῖν Id.''Fr.'' 194, cf. Cic.''Att.''9.13.4; <b class="b3">π. Θετταλική</b> 'Hobson's choice', Zos. 1.21, cf. Jul. ''Or.''1.32a; euphemism for [[torture]] or [[bastinado]], PAmh.2.31. 11 (ii B. C.), ''PTeb.''5.58 (ii B. C.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0543.png Seite 543]] ἡ, Überredung oder Gehorsam aus Zwang, wenn Einer unter dem Scheine von Frewilligkeit durch Furcht vor Strafe und Drohungen wozu bewegt wird, Pol. 22, 25, 8; vgl. Cic. Att. 9, 13; sprichwörtlich war die thessalische u. lakonische πειθ. geworden, vgl. Valck. Hipp. p. 262. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />persuasion contrainte, <i>càd</i> imposée par l'évidence <i>ou</i> la force des choses.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], [[ἀνάγκη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πειθᾰνάγκη:''' ἡ навязанное убеждение, мнимо-добровольное подчинение Polyb. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πειθᾰνάγκη''': ἡ, βία ὑπὸ τὸ [[πρόσχημα]] πειθοῦς ἢ παρακλήσεως, Πολύβ. 22. 25, 8, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 13· ― [[παροιμιώδης]] ἦτο ἡ τῶν Θεσσαλῶν καὶ τῶν Σπαρτιατῶν [[πειθανάγκη]], Wyttenb. Ep. Cr. σ. 196. ― Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. [[δόρυ]] καὶ κηρύκ(ε)ιον «[[δόρυ]] καὶ κηρύκ(ε)ιον· [[παροιμία]], ἣν [[ἔνιοι]] πειθανάγκην λέγουσι». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πειθώ]] που επιτυγχάνεται με [[άσκηση]] βίας ή απειλών, βία με το [[πρόσχημα]] πειθούς ή παράκλησης, [[πειθαναγκασμός]] («Λεύκιον... ἀπέστειλε... πειθανάγκης ἔχοντα διάθεσιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[δόρυ]] καὶ κηρύκ(ε)ιον [[παροιμία]] ἣν [[ἔνιοι]] [[πειθανάγκη]] ν λέγουσι» — [[δόρυ]], ως [[σύμβολο]] εξουσίας και βίας, και [[ράβδος]] του κήρυκα, ως [[σύμβολο]] ειρηνικής διαπραγμάτευσης και πειθούς (<b>Ζηνόβ.</b>)<br /><b>3.</b> (κατ' ευφημ.) βασανιστήρια, [[βασανισμός]], [[ξυλοκόπημα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Λακωνική [[πειθανάγκη]]» και «Θεσσαλική [[πειθανάγκη]]» — η αναγκαστική [[επιλογή]]: ή το προσφερόμενο ή [[τίποτε]], εξαιτίας του πειθαναγκασμού που χρησιμοποιούσαν κατ' εξοχήν οι Λάκωνες και οι Θεσσαλοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀνάγκη]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, compulsion under the disguise of persuasion, force majeure, duress, Plb.21.42.7; π. προσάγειν τισὶ τοῦ συγχωρεῖν Id.Fr. 194, cf. Cic.Att.9.13.4; π. Θετταλική 'Hobson's choice', Zos. 1.21, cf. Jul. Or.1.32a; euphemism for torture or bastinado, PAmh.2.31. 11 (ii B. C.), PTeb.5.58 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 543] ἡ, Überredung oder Gehorsam aus Zwang, wenn Einer unter dem Scheine von Frewilligkeit durch Furcht vor Strafe und Drohungen wozu bewegt wird, Pol. 22, 25, 8; vgl. Cic. Att. 9, 13; sprichwörtlich war die thessalische u. lakonische πειθ. geworden, vgl. Valck. Hipp. p. 262.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
persuasion contrainte, càd imposée par l'évidence ou la force des choses.
Étymologie: πείθω, ἀνάγκη.
Russian (Dvoretsky)
πειθᾰνάγκη: ἡ навязанное убеждение, мнимо-добровольное подчинение Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πειθᾰνάγκη: ἡ, βία ὑπὸ τὸ πρόσχημα πειθοῦς ἢ παρακλήσεως, Πολύβ. 22. 25, 8, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 13· ― παροιμιώδης ἦτο ἡ τῶν Θεσσαλῶν καὶ τῶν Σπαρτιατῶν πειθανάγκη, Wyttenb. Ep. Cr. σ. 196. ― Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον· παροιμία, ἣν ἔνιοι πειθανάγκην λέγουσι».
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
1. πειθώ που επιτυγχάνεται με άσκηση βίας ή απειλών, βία με το πρόσχημα πειθούς ή παράκλησης, πειθαναγκασμός («Λεύκιον... ἀπέστειλε... πειθανάγκης ἔχοντα διάθεσιν», Πολ.)
2. παροιμ. «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον παροιμία ἣν ἔνιοι πειθανάγκη ν λέγουσι» — δόρυ, ως σύμβολο εξουσίας και βίας, και ράβδος του κήρυκα, ως σύμβολο ειρηνικής διαπραγμάτευσης και πειθούς (Ζηνόβ.)
3. (κατ' ευφημ.) βασανιστήρια, βασανισμός, ξυλοκόπημα
4. φρ. «Λακωνική πειθανάγκη» και «Θεσσαλική πειθανάγκη» — η αναγκαστική επιλογή: ή το προσφερόμενο ή τίποτε, εξαιτίας του πειθαναγκασμού που χρησιμοποιούσαν κατ' εξοχήν οι Λάκωνες και οι Θεσσαλοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + ἀνάγκη.