φθονερός: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(sl1_repeat) |
|||
(32 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthoneros | |Transliteration C=fthoneros | ||
|Beta Code=fqonero/s | |Beta Code=fqonero/s | ||
|Definition=ά, όν, < | |Definition=ά, όν,<br><span class="bld">A</span> [[envious]], [[jealous]], of persons, <b class="b3">σοφίης μὴ φ. τελέθειν</b> [[grudging]] of [[wisdom]], Thgn.770, etc.; ὄψον λόγοι φθονεροῖσιν Pi. ''N.''8.21; φ. ταῖς ἑτέρων εὐτυχίαις D.H.6.46: Sup., ὀρνίθων φθονερώτατος ''AP''5.2 (Antip.Thess.). Adv., [[φθονερῶς]] = [[enviously]], [[with envy]], [[φθονερῶς ἔχειν]] πρὸς τὰ παιδικά = to [[be enviously disposed]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''243c, cf. Isoc.15.302, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.15, etc.<br><span class="bld">2</span> of the gods, [[jealous]] of those who [[abuse]] their [[gift]]s, or who [[enjoy]] [[unbroken]] [[felicity]], ὁ φθονερὸς [[δαίμων]] Corinn.4; τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν = every [[divinity]] being [[jealous]] [[Herodotus|Hdt.]]1.32; ἐμοὶ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι, ἐπισταμένῳ τὸ θεῖον ὡς ἔστι φ. Id.3.40, cf. 7.46; <b class="b3">φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις</b> by [[jealous]] [[change]]s of [[purpose]], Pi.''P.''10.20; cf. [[φθόνος]] 1.2.<br><span class="bld">II</span> of feelings, etc., <b class="b3">φ. γνῶμαι, ἐλπίδες</b>, Id.''I.''1.44, 2.43; ἄλγος [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''450 (lyr.); ὀδύνα S.''Ph.''1141 (lyr.); φ. ὁδοί [[full of envy]], Id.''Fr.''353 (lyr.); φ. τέχνη ''Anacreont.''16.38. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1272.png Seite 1272]] 1) | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1272.png Seite 1272]] 1) [[neidisch]]; zuerst bei Theogn. 768; Pind. P. 11, 54; Aesch. Ag. 438; Soph. Phil. 1126; τὸ [[θεῖον]] [[πᾶν]] ἐστι φθονερόν Her. 1, 32. 3, 40, vgl. 7, 46; Plat. Phil. 49 d Phaedr. 239 a u. Folgde. – Auch c. dat. der Sache, neidisch auf Etwas, φθονερὸς ταῖς εὐτυχίαις D. Hal. 6, 46. – 2) aus Mißgunst vorenthaltend, mißgönnend, spröde, Sp. – Adv., φθονερῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, beneiden, Plat. Phaedr. 243 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />[[envieux]], [[jaloux]].<br />'''Étymologie:''' [[φθόνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φθονερός:''' [[завистливый]], [[недоброжелательный]] (γείτονες, γνῶμαι Pind.; τὸ [[θεῖον]] Her.): φθονερὰ γλώσσας ὀδύνα Soph. завистливо-желчная речь; φθονερὸν [[ἄλγος]] Aesch. жгучая вражда. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθονερός''': -ά, -όν, ([[φθόνος]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, ὁ φθονῶν, ἐπὶ προσώπων, πρῶτον παρὰ Θεόγν. 768, [[εἶτα]] παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικοῖς· [[ὄψον]] λόγοι φθονεροῖσιν Πινδ. Ν. 8. 36· | |lstext='''φθονερός''': -ά, -όν, ([[φθόνος]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, ὁ φθονῶν, ἐπὶ προσώπων, πρῶτον παρὰ Θεόγν. 768, [[εἶτα]] παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικοῖς· [[ὄψον]] λόγοι φθονεροῖσιν Πινδ. Ν. 8. 36· μετὰ δοτ. πράγματος, Διον. Ἁλ. 6. 46. ― Ἐπίρρ., φθονερῶς ἔχειν [[πρός]] τι Πλάτ. Φαῖδρ. 243C, πρβλ. Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 322, Ξεν., κλπ. 2) παρ’ Ἡροδ., ἐπὶ τῶν θεῶν, οἵτινες παρίστανται ὡς ζηλότυποι πρὸς τοὺς κακὴν χρῆσιν ποιουμένους τῶν δώρων αὐτῶν ἢ πρὸς τοὺς ἀπολαύοντας ἀδιαταράκτου εὐτυχίας, τὸ [[θεῖον]] πᾶν ἐστι φθονερὸν Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι, τὸ [[θεῖον]] ἐπισταμένῳ ὥς ἐστι φθ. ὁ αὐτ. 3. 40, πρβλ. 7. 46· οὕτω, φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις, [[ἕνεκα]] ζηλοτύπων μεταβολῶν σκοποῦ, Πινδ. Π. 10. 31· πρβλ. [[φθόνος]] Ι. 2. ΙΙ. ἐπὶ αἰσθημάτων, κλπ., φθ. γνῶμαι, ἐλπίδες Πινδ. Ι. 1. 61., 263· [[ἄλγος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 450· ὀδύνα Σοφ. Φιλ. 1141· φθ. ὁδοί, πλήρεις φθόνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 324· φθ. [[τέχνη]] Ἀνακρεόντ. 16 (29). 38. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[φθονερός]] (-οί, -ῶν, -οῖσιν; -αί, -αῖς(ι); -ά acc.) [[envious]] ἔννεπε [[κρυφᾷ]] [[τις]] [[αὐτίκα]] φθονερῶν γειτόνων (O. 1.47) pro subs., ἀλλ' οὐδὲ [[ταῦτα]] νόον ἰαίνει φθονερῶν (P. 2.90) φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (ἆται Hermann: alii alia coni.) (P. 11.54) [[ὄψον]] δὲ λόγοι φθονεροῖσιν (N. 8.21) of things, [[inspired]] by [[envy]], μὴ φθονεραῖς ἐκ [[θεῶν]] μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.20) [[χρή]] νιν (= ἀρετὰν) εὐρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.44) [[ὅτι]] φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες (I. 2.43) n. pl. pro adv., φθονερὰ δ' [[ἄλλος]] ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει (N. 4.39) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φθονερός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και φτονερός, -ή, -ό, Ν<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για αισθήματα) [[δυσμενής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών θεών οι οποίοι, σύμφωνα με την [[παράδοση]], φθονούσαν εκείνους που έκαναν κακή [[χρήση]] τών θεϊκών δώρων ή εκείνους που ήταν υπερβολικά ευτυχισμένοι («ἐπιστάμενόν με τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[κακότροπος]], [[ατίθασος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φθονερώς]] / <i>φθονερῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>φθονερά</i> Ν<br />με φθόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[τρυφερός]])]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''φθονερός:''' -ά, -όν ([[φθόνος]]), [[κακός]], ζηλιάρης, [[μνησίκακος]], λέγεται για ανθρώπους, σε Θέογν., Αττ.· επίρρ. <i>φθονερῶς ἔχειν</i>, προδιαθετειμένος με [[κακία]], σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φθονερός]], ή, όν [[φθόνος]]<br />[[envious]], [[jealous]], [[grudging]], of persons, Theogn., Attic:—adv., φθονερῶς ἔχειν to be [[enviously]] disposed, Plat., Xen., etc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[envious]], [[spiteful]] | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[jealous]]=== | ||
Albanian: zili; Arabic: غَيُور; Egyptian Arabic: غيار; Armenian: խանդոտ; Azerbaijani: qısqanc; Belarusian: раўні́вы; Bulgarian: ревнив; Catalan: gelós; Chickasaw: hopoo; Chinese Mandarin: 妒忌, 吃醋; Cantonese: 呷醋; Hokkien: 食醋; Czech: žárlivý; Danish: jaloux; Dutch: [[jaloers]]; Estonian: armukade; Faroese: øvundsjúkur; Finnish: mustasukkainen; French: [[jaloux]], [[jalouse]]; Galician: ciumento; Georgian: ეჭვიანი; German: [[eifersüchtig]]; Greek: [[ζηλιάρης]]; Ancient Greek: [[ἐπίφθονος]], [[ζηλαῖος]], [[ζηλήμων]], [[ζηλότυπος]], [[ζηλωτής]], [[κοτήεις]], [[ὑπόπτης]], [[φθονερός]]; Hungarian: féltékeny; Icelandic: afbrýðisamur; Indonesian: cemburu; Irish: éadmhar, éad a bheith agat/ort; Italian: [[geloso]], [[gelosa]]; Japanese: 妬ましい, 嫉妬, 嫉妬深い, やきもちをやく; Khmer: ប្រច័ណ្ឌ, ច្រណែន; Latvian: greizsirdīgs; Lithuanian: įtarus; Louisiana Creole French: jalou; Macedonian: љубоморен; Norwegian: sjalu; Persian: رشکین; Polish: zazdrosny; Portuguese: [[ciumento]]; Romanian: gelos; Russian: [[ревнивый]], [[ревнующий]]; Scottish Gaelic: eudmhor; Serbo-Croatian Cyrillic: љубоморан; Roman: ljubomoran; Slovak: žiarlivý; Slovene: ljubosumen; Spanish: [[celoso]], [[encelado]]; Swedish: svartsjuk; Tagalog: selos; Tajik: рашкин; Turkish: kıskanç; Ukrainian: ревнивий; Vietnamese: ghen; Walloon: djalot; Welsh: eiddigus | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:04, 29 October 2024
English (LSJ)
ά, όν,
A envious, jealous, of persons, σοφίης μὴ φ. τελέθειν grudging of wisdom, Thgn.770, etc.; ὄψον λόγοι φθονεροῖσιν Pi. N.8.21; φ. ταῖς ἑτέρων εὐτυχίαις D.H.6.46: Sup., ὀρνίθων φθονερώτατος AP5.2 (Antip.Thess.). Adv., φθονερῶς = enviously, with envy, φθονερῶς ἔχειν πρὸς τὰ παιδικά = to be enviously disposed, Pl.Phdr.243c, cf. Isoc.15.302, X.Cyr.1.4.15, etc.
2 of the gods, jealous of those who abuse their gifts, or who enjoy unbroken felicity, ὁ φθονερὸς δαίμων Corinn.4; τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν = every divinity being jealous Hdt.1.32; ἐμοὶ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι, ἐπισταμένῳ τὸ θεῖον ὡς ἔστι φ. Id.3.40, cf. 7.46; φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις by jealous changes of purpose, Pi.P.10.20; cf. φθόνος 1.2.
II of feelings, etc., φ. γνῶμαι, ἐλπίδες, Id.I.1.44, 2.43; ἄλγος A.Ag.450 (lyr.); ὀδύνα S.Ph.1141 (lyr.); φ. ὁδοί full of envy, Id.Fr.353 (lyr.); φ. τέχνη Anacreont.16.38.
German (Pape)
[Seite 1272] 1) neidisch; zuerst bei Theogn. 768; Pind. P. 11, 54; Aesch. Ag. 438; Soph. Phil. 1126; τὸ θεῖον πᾶν ἐστι φθονερόν Her. 1, 32. 3, 40, vgl. 7, 46; Plat. Phil. 49 d Phaedr. 239 a u. Folgde. – Auch c. dat. der Sache, neidisch auf Etwas, φθονερὸς ταῖς εὐτυχίαις D. Hal. 6, 46. – 2) aus Mißgunst vorenthaltend, mißgönnend, spröde, Sp. – Adv., φθονερῶς ἔχειν πρός τινα, beneiden, Plat. Phaedr. 243 c.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
envieux, jaloux.
Étymologie: φθόνος.
Russian (Dvoretsky)
φθονερός: завистливый, недоброжелательный (γείτονες, γνῶμαι Pind.; τὸ θεῖον Her.): φθονερὰ γλώσσας ὀδύνα Soph. завистливо-желчная речь; φθονερὸν ἄλγος Aesch. жгучая вражда.
Greek (Liddell-Scott)
φθονερός: -ά, -όν, (φθόνος) ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, ὁ φθονῶν, ἐπὶ προσώπων, πρῶτον παρὰ Θεόγν. 768, εἶτα παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικοῖς· ὄψον λόγοι φθονεροῖσιν Πινδ. Ν. 8. 36· μετὰ δοτ. πράγματος, Διον. Ἁλ. 6. 46. ― Ἐπίρρ., φθονερῶς ἔχειν πρός τι Πλάτ. Φαῖδρ. 243C, πρβλ. Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 322, Ξεν., κλπ. 2) παρ’ Ἡροδ., ἐπὶ τῶν θεῶν, οἵτινες παρίστανται ὡς ζηλότυποι πρὸς τοὺς κακὴν χρῆσιν ποιουμένους τῶν δώρων αὐτῶν ἢ πρὸς τοὺς ἀπολαύοντας ἀδιαταράκτου εὐτυχίας, τὸ θεῖον πᾶν ἐστι φθονερὸν Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι, τὸ θεῖον ἐπισταμένῳ ὥς ἐστι φθ. ὁ αὐτ. 3. 40, πρβλ. 7. 46· οὕτω, φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις, ἕνεκα ζηλοτύπων μεταβολῶν σκοποῦ, Πινδ. Π. 10. 31· πρβλ. φθόνος Ι. 2. ΙΙ. ἐπὶ αἰσθημάτων, κλπ., φθ. γνῶμαι, ἐλπίδες Πινδ. Ι. 1. 61., 263· ἄλγος Αἰσχύλ. Ἀγ. 450· ὀδύνα Σοφ. Φιλ. 1141· φθ. ὁδοί, πλήρεις φθόνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 324· φθ. τέχνη Ἀνακρεόντ. 16 (29). 38.
English (Slater)
φθονερός (-οί, -ῶν, -οῖσιν; -αί, -αῖς(ι); -ά acc.) envious ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων (O. 1.47) pro subs., ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν (P. 2.90) φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (ἆται Hermann: alii alia coni.) (P. 11.54) ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν (N. 8.21) of things, inspired by envy, μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.20) χρή νιν (= ἀρετὰν) εὐρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.44) ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες (I. 2.43) n. pl. pro adv., φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει (N. 4.39)
Greek Monolingual
-ή, -ό / φθονερός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και φτονερός, -ή, -ό, Ν
(για πρόσ.) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά λόγια»)
μσν.-αρχ.
(για αισθήματα) δυσμενής
αρχ.
1. χαρακτηρισμός τών θεών οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, φθονούσαν εκείνους που έκαναν κακή χρήση τών θεϊκών δώρων ή εκείνους που ήταν υπερβολικά ευτυχισμένοι («ἐπιστάμενόν με τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν», Ηρόδ.)
2. (για ζώο) κακότροπος, ατίθασος.
επίρρ...
φθονερώς / φθονερῶς, ΝΜΑ, και φθονερά Ν
με φθόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθόνος + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφερός)].
Greek Monotonic
φθονερός: -ά, -όν (φθόνος), κακός, ζηλιάρης, μνησίκακος, λέγεται για ανθρώπους, σε Θέογν., Αττ.· επίρρ. φθονερῶς ἔχειν, προδιαθετειμένος με κακία, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
φθονερός, ή, όν φθόνος
envious, jealous, grudging, of persons, Theogn., Attic:—adv., φθονερῶς ἔχειν to be enviously disposed, Plat., Xen., etc.
English (Woodhouse)
Translations
jealous
Albanian: zili; Arabic: غَيُور; Egyptian Arabic: غيار; Armenian: խանդոտ; Azerbaijani: qısqanc; Belarusian: раўні́вы; Bulgarian: ревнив; Catalan: gelós; Chickasaw: hopoo; Chinese Mandarin: 妒忌, 吃醋; Cantonese: 呷醋; Hokkien: 食醋; Czech: žárlivý; Danish: jaloux; Dutch: jaloers; Estonian: armukade; Faroese: øvundsjúkur; Finnish: mustasukkainen; French: jaloux, jalouse; Galician: ciumento; Georgian: ეჭვიანი; German: eifersüchtig; Greek: ζηλιάρης; Ancient Greek: ἐπίφθονος, ζηλαῖος, ζηλήμων, ζηλότυπος, ζηλωτής, κοτήεις, ὑπόπτης, φθονερός; Hungarian: féltékeny; Icelandic: afbrýðisamur; Indonesian: cemburu; Irish: éadmhar, éad a bheith agat/ort; Italian: geloso, gelosa; Japanese: 妬ましい, 嫉妬, 嫉妬深い, やきもちをやく; Khmer: ប្រច័ណ្ឌ, ច្រណែន; Latvian: greizsirdīgs; Lithuanian: įtarus; Louisiana Creole French: jalou; Macedonian: љубоморен; Norwegian: sjalu; Persian: رشکین; Polish: zazdrosny; Portuguese: ciumento; Romanian: gelos; Russian: ревнивый, ревнующий; Scottish Gaelic: eudmhor; Serbo-Croatian Cyrillic: љубоморан; Roman: ljubomoran; Slovak: žiarlivý; Slovene: ljubosumen; Spanish: celoso, encelado; Swedish: svartsjuk; Tagalog: selos; Tajik: рашкин; Turkish: kıskanç; Ukrainian: ревнивий; Vietnamese: ghen; Walloon: djalot; Welsh: eiddigus