ὀπαδός: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "&nbsnbsp;" to "  ")
mNo edit summary
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὀπαδός
|Full diacritics=ὀπᾱδός
|Medium diacritics=ὀπαδός
|Medium diacritics=ὀπαδός
|Low diacritics=οπαδός
|Low diacritics=οπαδός
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opados
|Transliteration C=opados
|Beta Code=o)pado/s
|Beta Code=o)pado/s
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ὀπηδός]].</span>
|Definition=v. [[ὀπηδός]] ([[attendant]], [[pursuing]], [[following]], [[accompanying]], [[attending]], [[escort]], [[chaperone]], [[male companion]], [[female companion]], [[companion]], [[chaser]], [[pursuer]], [[that accompanies]], [[that follows]], [[that attends]]).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[suivant]], [[suivante]];<br /><b>2</b> qui poursuit, gén..<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἕπομαι]].
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ion. und ep. [[ὀπηδός]] ([[ὀπάζω]]), <i>[[geleitend]], [[mitgehend]], [[folgend]]</i>, als subst. <i>der [[Begleiter]]</i>; [[ὀπηδός]] τινι, <i>H.h. Merc</i>. 450, und τινός, ἀρετᾶν δεξιωτάταν ὀπαδόν, Pind. <i>N</i>. 3.8; Aesch. <i>Suppl</i>. 1001; βέβακεν [[ὄψις]] οὐ μεθύστερον πτεροῖν ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, <i>Ag</i>. 414; <i>[[Begleiter]], [[Diener]]</i>, Soph. <i>Trach</i>. 1254; Eur. <i>Hipp</i>. 1151 und [[öfter]]; auch αἱ ὀπαδοί <i>Alc</i>. 134; Soph. nennt auch die [[Artemis]] πυκνοστίκτων ὀπαδὸν ἐλάφων, <i>die [[Verfolgerin]], O.C</i>. 1094 (vgl. [[ὀπάζω]]); auch [[einzeln]] in [[Prosa]], Plat. <i>Phil</i>. 63e, <i>Phaedr</i>. 252c und Sp., wie Luc. <i>Dem. enc</i>. 50; auch σταγὼν [[σπονδῖτις]] ὀπηδὸς θυέεσσι, Gaetul. 3 (VI.190).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπᾱδός:''' эп.-ион. [[ὀπηδός]] ὁ и ἡ<br /><b class="num">1</b> [[спутник]] или [[спутница]] (τινος и τινι Anth., Trag., Plat.): νυκτὸς ὀπαδοί Theocr. (звезды) спутницы ночи;<br /><b class="num">2</b> [[проводник]], [[провожатый]] или [[проводница]], [[провожатая]] (τέκνων Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[слуга]] или [[служанка]] Trag.;<br /><b class="num">4</b> [[преследователь]], [[преследовательница]] (ἐλάφων Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπᾱδός''': -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ὀπηδός, ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἄν καὶ δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν αὐτὸ ἐν τοῦ ῥήμ. ὀπηδέω), πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύν. 431. - Ὁ συνοδεύων τινά, συμπορευόμενος, [[σύντροφος]], (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν [[ὀπάων]]), Σοφ.Τρ. 1264, Εὐρ. Ἄλκ. 137· ἐπὶ σωματοφυλάκων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 985· [[μετὰ]] γεν., Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδὸς Πινδ. Ἀποσπ. 63· ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε .. ὀπ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 13· τέκνων ὀπ., ἐπὶ παιδαγωγοῦ Εὐρ. Μήδ. 53· πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων, ἡ καταδιώκουσα αὐτάς, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ο. Κ. 1095· ἀστέρες ... νυκτὸς ὀπ. Θεόκρ. 2. 166. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[μετὰ]] δοτ., ὁ [[ἀκόλουθος]], συνοδεύων τινὰ καὶ ὑπηρετῶν, [[θεράπων]], ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδὸς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 450· πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, μὲ πτέρυγας ἀκολουθούσας τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου ([[ἔνθα]] ὁ Dobree προέτεινε τὴν γραφὴν ὀπαδοῦσ’, ἀκολουθοῦσα διὰ τῆς πτήσεως τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 426· σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδὸν Ἀνθ. Π. 6. 190. Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ, 252C, Φιλήβῳ 63Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε [[ὀπάζω]]).
|lstext='''ὀπᾱδός''': -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ὀπηδός, ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἄν καὶ δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν αὐτὸ ἐν τοῦ ῥήμ. ὀπηδέω), πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύν. 431. - Ὁ συνοδεύων τινά, συμπορευόμενος, [[σύντροφος]], (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν [[ὀπάων]]), Σοφ.Τρ. 1264, Εὐρ. Ἄλκ. 137· ἐπὶ σωματοφυλάκων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 985· μετὰ γεν., Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδὸς Πινδ. Ἀποσπ. 63· ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε .. ὀπ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 13· τέκνων ὀπ., ἐπὶ παιδαγωγοῦ Εὐρ. Μήδ. 53· πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων, ἡ καταδιώκουσα αὐτάς, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ο. Κ. 1095· ἀστέρες ... νυκτὸς ὀπ. Θεόκρ. 2. 166. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετὰ δοτ., ὁ [[ἀκόλουθος]], συνοδεύων τινὰ καὶ ὑπηρετῶν, [[θεράπων]], ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδὸς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 450· πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, μὲ πτέρυγας ἀκολουθούσας τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου ([[ἔνθα]] ὁ Dobree προέτεινε τὴν γραφὴν ὀπαδοῦσ’, ἀκολουθοῦσα διὰ τῆς πτήσεως τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 426· σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδὸν Ἀνθ. Π. 6. 190. Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ, 252C, Φιλήβῳ 63Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε [[ὀπάζω]]).
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=οῦ (ὁ, )<br /><b>1</b> suivant, suivante;<br /><b>2</b> qui poursuit, gén..<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἕπομαι]].
|sltr=<b>ὀπᾱδός</b> (ὁ. ἡ.) [[attendant]] Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (''[[sc.]]'' ὦ [[Πάν]]) fr. 95. 3. ]ὀπαδὸν ως[ ?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[ὀπαδός]], ιων. τ. [[ὀπηδός]])<br />αυτός που συμπορεύεται, [[συνοδοιπόρος]], [[ακόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωματοφύλακας]] («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, [[θεράπων]] («πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τέκνων [[ὀπαδός]]» — [[παιδαγωγός]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οπάζω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀπᾱδός:''' -όν, Δωρ. και Αττ. αντί Ιων. [[ὀπηδός]],<br /><b class="num">I.</b> [[ακόλουθος]], [[σύντροφος]], [[υπηρέτης]], σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., ἀοιδὰ στεφάνων [[ὀπαδός]], σε Πίνδ.· <i>πυκνοστίκτων ὀπαδὸς ἐλάφων</i>, αυτή που τα καταδίωκε, λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· <i>ἀστέρες νυκτὸς ὀπαδοί</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., συνοδευτικός, [[υπηρετικός]], με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀπᾱδός, όν<br /><b class="num">I.</b> [[attendant]], Soph., Eur.: metaph., ἀοιδὰ στεφάνων [[ὀπαδός]] Pind.; πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων pursuing them, of artemis, Soph.; ἀστέρες νυκτὸς ὀπ. Theocr.<br /><b class="num">II.</b> as adj. accompanying, attending, c. dat., Hhymn. [from [[ὀπάζω]]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[ὀπηδός]]) [[attendant]], [[squire]], [[attendant on a knight]]
}}
}}
{{Slater
{{mantoulidis
|sltr=<b>ὀπᾱδός</b> (ὁ. ἡ.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[attendant]] Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ [[Πάν]]) fr. 95. 3.] ὀπαδὸν ως [?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)
|mantxt=Ἀπό τό [[ὀπάζω]] (=[[συνοδεύω]]) πού παράγεται ἀπό τό [[ἕπομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 06:19, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπᾱδός Medium diacritics: ὀπαδός Low diacritics: οπαδός Capitals: ΟΠΑΔΟΣ
Transliteration A: opadós Transliteration B: opados Transliteration C: opados Beta Code: o)pado/s

English (LSJ)

v. ὀπηδός (attendant, pursuing, following, accompanying, attending, escort, chaperone, male companion, female companion, companion, chaser, pursuer, that accompanies, that follows, that attends).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
1 suivant, suivante;
2 qui poursuit, gén..
Étymologie: cf. ἕπομαι.

German (Pape)

[ᾱ], ion. und ep. ὀπηδός (ὀπάζω), geleitend, mitgehend, folgend, als subst. der Begleiter; ὀπηδός τινι, H.h. Merc. 450, und τινός, ἀρετᾶν δεξιωτάταν ὀπαδόν, Pind. N. 3.8; Aesch. Suppl. 1001; βέβακεν ὄψις οὐ μεθύστερον πτεροῖν ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, Ag. 414; Begleiter, Diener, Soph. Trach. 1254; Eur. Hipp. 1151 und öfter; auch αἱ ὀπαδοί Alc. 134; Soph. nennt auch die Artemis πυκνοστίκτων ὀπαδὸν ἐλάφων, die Verfolgerin, O.C. 1094 (vgl. ὀπάζω); auch einzeln in Prosa, Plat. Phil. 63e, Phaedr. 252c und Sp., wie Luc. Dem. enc. 50; auch σταγὼν σπονδῖτις ὀπηδὸς θυέεσσι, Gaetul. 3 (VI.190).

Russian (Dvoretsky)

ὀπᾱδός: эп.-ион. ὀπηδός ὁ и ἡ
1 спутник или спутница (τινος и τινι Anth., Trag., Plat.): νυκτὸς ὀπαδοί Theocr. (звезды) спутницы ночи;
2 проводник, провожатый или проводница, провожатая (τέκνων Eur.);
3 слуга или служанка Trag.;
4 преследователь, преследовательница (ἐλάφων Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀπᾱδός: -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ὀπηδός, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἄν καὶ δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν αὐτὸ ἐν τοῦ ῥήμ. ὀπηδέω), πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύν. 431. - Ὁ συνοδεύων τινά, συμπορευόμενος, σύντροφος, (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν ὀπάων), Σοφ.Τρ. 1264, Εὐρ. Ἄλκ. 137· ἐπὶ σωματοφυλάκων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 985· μετὰ γεν., Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδὸς Πινδ. Ἀποσπ. 63· ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε .. ὀπ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 13· τέκνων ὀπ., ἐπὶ παιδαγωγοῦ Εὐρ. Μήδ. 53· πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων, ἡ καταδιώκουσα αὐτάς, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ο. Κ. 1095· ἀστέρες ... νυκτὸς ὀπ. Θεόκρ. 2. 166. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετὰ δοτ., ὁ ἀκόλουθος, συνοδεύων τινὰ καὶ ὑπηρετῶν, θεράπων, ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδὸς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 450· πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, μὲ πτέρυγας ἀκολουθούσας τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου (ἔνθα ὁ Dobree προέτεινε τὴν γραφὴν ὀπαδοῦσ’, ἀκολουθοῦσα διὰ τῆς πτήσεως τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 426· σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδὸν Ἀνθ. Π. 6. 190. Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ, 252C, Φιλήβῳ 63Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ὀπάζω).

English (Slater)

ὀπᾱδός (ὁ. ἡ.) attendant Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc.Πάν) fr. 95. 3. ]ὀπαδὸν ως[ ?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)

Greek Monolingual

ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός)
αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος
νεοελλ.
αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης
αρχ.
1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», Αισχύλ.)
2. ως επίθ. αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, θεράπων («πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις», Αισχύλ.)
3. φρ. «τέκνων ὀπαδός» — παιδαγωγός (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οπάζω].

Greek Monotonic

ὀπᾱδός: -όν, Δωρ. και Αττ. αντί Ιων. ὀπηδός,
I. ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., ἀοιδὰ στεφάνων ὀπαδός, σε Πίνδ.· πυκνοστίκτων ὀπαδὸς ἐλάφων, αυτή που τα καταδίωκε, λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· ἀστέρες νυκτὸς ὀπαδοί, σε Θεόκρ.
II. ως επίθ., συνοδευτικός, υπηρετικός, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ὀπᾱδός, όν
I. attendant, Soph., Eur.: metaph., ἀοιδὰ στεφάνων ὀπαδός Pind.; πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων pursuing them, of artemis, Soph.; ἀστέρες νυκτὸς ὀπ. Theocr.
II. as adj. accompanying, attending, c. dat., Hhymn. [from ὀπάζω

English (Woodhouse)

(see also: ὀπηδός) attendant, squire, attendant on a knight

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὀπάζω (=συνοδεύω) πού παράγεται ἀπό τό ἕπομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.