ποδαρκής: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=podarkis | |Transliteration C=podarkis | ||
|Beta Code=podarkh/s | |Beta Code=podarkh/s | ||
|Definition= | |Definition=ποδαρκές,<br><span class="bld">A</span> (ἀρκέω 1.3) [[succouring with the feet]], [[running to the rescue]] (cf. [[βοηθόος]]): hence, [[swift-footed]], [[epithet]] of a good runner, freq. in Il., as [[epithet]] of Achilles, 1.121, al.(never in Od.); <b class="b3">π. ἄγγελος Διός</b>, of [[Hermes]], B. 18.30.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">π. ἁμέρα</b> a day [[of swift feet]], i.e. on which swift runners contended, Pi.''O.''13.38; <b class="b3">ποδαρκέων δρόμων τέμενος</b> the sacred field of [[swift]] courses, i.e. the Pythian race-course, Id.''P.''5.33([[si vera lectio|s.v.l.]]).<br><span class="bld">III</span> [[assisting the feet]], name of a remedy for gout, Gal.13.1021. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ποδαρκής]] [[swift]] of [[foot]] ἐν Ἀθάναισι [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις i. e. a [[day]] of [[swift]] footracing (O. 13.38) ποδαρκέων δώδεκ' ἂν [[δρόμων]] [[τέμενος]] (contra Bergk, “recte ut videtur schol. participium verbi esse existimat”) (P. 5.33) | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποδαρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), [[επαρκής]] στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]], λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ποδαρκὴς [[ἁμέρα]], [[μέρα]] της ταχύτητας, δηλ. η [[μέρα]] που αγωνίζονται οι γρήγοροι δρομείς, σε Πίνδ.· ποδαρκέων [[δρόμων]] [[τέμενος]], [[ιερός]] [[χώρος]] για τους αγώνες ταχύτητας, δηλ. το Πυθικό [[στάδιο]], στον ίδ. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποδαρκής -ές [[[πούς]], [[ἀρκέω]]] [[snelvoetig]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ποδαρκές,
A (ἀρκέω 1.3) succouring with the feet, running to the rescue (cf. βοηθόος): hence, swift-footed, epithet of a good runner, freq. in Il., as epithet of Achilles, 1.121, al.(never in Od.); π. ἄγγελος Διός, of Hermes, B. 18.30.
II π. ἁμέρα a day of swift feet, i.e. on which swift runners contended, Pi.O.13.38; ποδαρκέων δρόμων τέμενος the sacred field of swift courses, i.e. the Pythian race-course, Id.P.5.33(s.v.l.).
III assisting the feet, name of a remedy for gout, Gal.13.1021.
English (Slater)
ποδαρκής swift of foot ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις i. e. a day of swift footracing (O. 13.38) ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (contra Bergk, “recte ut videtur schol. participium verbi esse existimat”) (P. 5.33)
Greek Monotonic
ποδαρκής: -ές (ἀρκέω), επαρκής στα πόδια, γοργοπόδαρος, λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ποδαρκὴς ἁμέρα, μέρα της ταχύτητας, δηλ. η μέρα που αγωνίζονται οι γρήγοροι δρομείς, σε Πίνδ.· ποδαρκέων δρόμων τέμενος, ιερός χώρος για τους αγώνες ταχύτητας, δηλ. το Πυθικό στάδιο, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδαρκής -ές [πούς, ἀρκέω] snelvoetig.