ὑποθέω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(SL_2) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotheo | |Transliteration C=ypotheo | ||
|Beta Code=u(poqe/w | |Beta Code=u(poqe/w | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. -θεύσομαι,<br><span class="bld">A</span> [[make a secret attack]], ποτὶ ἐχθρόν.. λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι Pi.''P.''2.84.<br><span class="bld">2</span> [[cut in before]], in running a race, [[supplant]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1161; of a solar eclipse, ἐκλείπει.. τῆς σελήνης ὑποθεούσης αὐτόν Cleom.2.3; ἡ σελήνη ὑποθεύσεται τὸν ἥλιον Them. ''Or.''26.317b.<br><span class="bld">II</span> of dogs, [[run in too hastily]], [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''3.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1217.png Seite 1217]] (s. θέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1217.png Seite 1217]] (s. θέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ὑποθῶ]] :<br /><b>1</b> <i>t. d'astron.</i> courir <i>ou</i> accomplir sa course sous;<br /><b>2</b> [[courir insidieusement]], [[se jeter traîtreusement sur]];<br /><b>3</b> [[courir pour supplanter]], [[supplanter]];<br /><b>4</b> [[dépasser en courant]], [[courir en avant]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποθέω:''' (fut. ὑποθεύσομαι)<br /><b class="num">1</b> [[нападать врасплох или из засады]] ([[ποτὶ]] ἐύρόν Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[выбегать вперед]], [[обгонять]], [[опережать]] Arph., Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ὑποτρέχω]], κρυφίως [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι [[ποτὶ]] ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ [[λύκος]], Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ [[σελήνη]] ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, [[τρέχω]] κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8. | |lstext='''ὑποθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ὑποτρέχω]], κρυφίως [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι [[ποτὶ]] ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ [[λύκος]], Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ [[σελήνη]] ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, [[τρέχω]] κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=[[ὑποθέω]] [[run]] [[down]] [[ποτὶ]] δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[κρυφά]] ή δολίως<br /><b>2.</b> (σε αγώνα δρόμου) [[προσπαθώ]] να περάσω τον αντίπαλό μου παρεμβάλλοντας εμπόδια<br /><b>3.</b> (για σκυλιά) [[τρέχω]] πολύ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>θέω</i> «[[τρέχω]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποθέω:''' μέλ. —[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[μπαίνω]] τρέχοντας [[κάτω]] από, [[πραγματοποιώ]] μυστική έφοδο, [[επίθεση]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσπαθώ]] με [[απάτη]] να περάσω τον αντίπαλό μου προκαλώντας του [[εμπόδιο]], [[εκτοπίζω]], [[παραγκωνίζω]], [[υποσκελίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για σκυλιά, [[τρέχω]] στο κατόπι με [[βιασύνη]], [[σβελτάδα]], σε Ξεν. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to run in under, make a [[secret]] [[attack]], Pind.<br /><b class="num">2.</b> to run in [[before]], to [[supplant]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> of dogs, to run in too [[hastily]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 7 November 2024
English (LSJ)
fut. -θεύσομαι,
A make a secret attack, ποτὶ ἐχθρόν.. λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι Pi.P.2.84.
2 cut in before, in running a race, supplant, Ar.Eq.1161; of a solar eclipse, ἐκλείπει.. τῆς σελήνης ὑποθεούσης αὐτόν Cleom.2.3; ἡ σελήνη ὑποθεύσεται τὸν ἥλιον Them. Or.26.317b.
II of dogs, run in too hastily, X.Cyn.3.8.
German (Pape)
[Seite 1217] (s. θέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ὑποθῶ :
1 t. d'astron. courir ou accomplir sa course sous;
2 courir insidieusement, se jeter traîtreusement sur;
3 courir pour supplanter, supplanter;
4 dépasser en courant, courir en avant.
Étymologie: ὑπό, θέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποθέω: (fut. ὑποθεύσομαι)
1 нападать врасплох или из засады (ποτὶ ἐύρόν Pind.);
2 выбегать вперед, обгонять, опережать Arph., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ὑποτρέχω, κρυφίως προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ λύκος, Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ σελήνη ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, τρέχω κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8.
English (Slater)
ὑποθέω run down ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84)
Greek Monolingual
Α
1. επιτίθεμαι κρυφά ή δολίως
2. (σε αγώνα δρόμου) προσπαθώ να περάσω τον αντίπαλό μου παρεμβάλλοντας εμπόδια
3. (για σκυλιά) τρέχω πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
ὑποθέω: μέλ. —θεύσομαι,
1. μπαίνω τρέχοντας κάτω από, πραγματοποιώ μυστική έφοδο, επίθεση, σε Πίνδ.
2. προσπαθώ με απάτη να περάσω τον αντίπαλό μου προκαλώντας του εμπόδιο, εκτοπίζω, παραγκωνίζω, υποσκελίζω, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για σκυλιά, τρέχω στο κατόπι με βιασύνη, σβελτάδα, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -θεύσομαι
I. to run in under, make a secret attack, Pind.
2. to run in before, to supplant, Ar.
II. of dogs, to run in too hastily, Xen.