πικραντικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pikrantikos
|Transliteration C=pikrantikos
|Beta Code=pikrantiko/s
|Beta Code=pikrantiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed to bitterness</b>. Adv. -κῶς, διατίθεσθαι <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.367</span>.</span>
|Definition=πικραντική, πικραντικόν, [[disposed to bitterness]]. Adv. [[πικραντικῶς]], διατίθεσθαι S.E.''M.''7.367.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0614.png Seite 614]] Bitterkeit erregend, bitter; διατίθεμαι, ἀψινθίου τῇ γεύσει προσαχθέντος, Sext. Emp. adv. log. 1, 367.
}}
{{ls
|lstext='''πικραντικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς πικρίαν διατεθειμένος: ― Ἐπίρρ. πικραντικῶς διατίθεσθαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 367.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πικραίνω]]<br />αυτός που έχει την [[προδιάθεση]] να πικραίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πικραντικῶς</i><br /><b>φρ.</b> «πικραντικῶς διατίθεσθαι» — με την [[προδιάθεση]] να πικραίνεται, να θλίβεται.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικραντικός Medium diacritics: πικραντικός Low diacritics: πικραντικός Capitals: ΠΙΚΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pikrantikós Transliteration B: pikrantikos Transliteration C: pikrantikos Beta Code: pikrantiko/s

English (LSJ)

πικραντική, πικραντικόν, disposed to bitterness. Adv. πικραντικῶς, διατίθεσθαι S.E.M.7.367.

German (Pape)

[Seite 614] Bitterkeit erregend, bitter; διατίθεμαι, ἀψινθίου τῇ γεύσει προσαχθέντος, Sext. Emp. adv. log. 1, 367.

Greek (Liddell-Scott)

πικραντικός: -ή, -όν, ὁ εἰς πικρίαν διατεθειμένος: ― Ἐπίρρ. πικραντικῶς διατίθεσθαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 367.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πικραίνω
αυτός που έχει την προδιάθεση να πικραίνεται.
επίρρ...
πικραντικῶς
φρ. «πικραντικῶς διατίθεσθαι» — με την προδιάθεση να πικραίνεται, να θλίβεται.