πληθοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plithoeidis | |Transliteration C=plithoeidis | ||
|Beta Code=plhqoeidh/s | |Beta Code=plhqoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=πληθοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[having the form of plurality]], Dam.''Pr.''45,al. Adv. [[πληθοειδῶς]] Olymp.''in Phlb.''p.284 S.<br><span class="bld">II</span> [[numerous]], Simp.''in Ph.''528.24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] πλήθους, που φαίνεται [[πολύς]]<br /><b>2.</b> [[πολυάριθμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πληθοειδῶς</i><br />με τρόπο που να παρέχεται η [[εντύπωση]] πλήθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
πληθοειδές,
A having the form of plurality, Dam.Pr.45,al. Adv. πληθοειδῶς Olymp.in Phlb.p.284 S.
II numerous, Simp.in Ph.528.24.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που δίνει την εντύπωση πλήθους, που φαίνεται πολύς
2. πολυάριθμος.
επίρρ...
πληθοειδῶς
με τρόπο που να παρέχεται η εντύπωση πλήθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + -ειδής].