ἄσμα: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(big3_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asma | |Transliteration C=asma | ||
|Beta Code=a)/sma | |Beta Code=a)/sma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, = [[δίασμα]], ''AB''452; cf. [[ἄττω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ᾆσμα]] Sud.; ἆσμα <i>EM</i> 270.18G.<br /><b class="num">1</b> en el telar [[urdimbre]], <i>AB</i> 452, Sud., <i>EM</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">2</b> sent. dud. τὰ τῆς αὐτῆς διοικήσεως γιγνόμενα ἀναλώματα [[εἴτε]] ἐπὶ τόπων [[εἴτε]] ἐν τῇ τάξι [[εἴτε]] ἐκ ασματος (<i>sic</i>) <i>PRainer Cent</i>.122.6 (V d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ᾆσμα]], Α και [[ἄεισμα]])<br />το [[τραγούδι]], [[κυρίως]] λυρική ωδή ή ύμνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κείμενο]] του άσματος με τη [[μελωδία]] του<br /><b>2.</b> ο [[ψαλμός]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «[[άσμα]] ασμάτων»<br /><b>4.</b> «κύκνειον [[άσμα]]» — το τελευταίο [[πριν]] από τον θάνατό του [[έργο]] ενός ποιητή, μουσουργού ή συγγραφέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αδ</i>-<i>μα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άδω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασμάτιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασματίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ασματικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ασματοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασματοκάμπτης]], [[ασματολογώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασματογράφος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, = δίασμα, AB452; cf. ἄττω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ᾆσμα Sud.; ἆσμα EM 270.18G.
1 en el telar urdimbre, AB 452, Sud., EM l.c.
2 sent. dud. τὰ τῆς αὐτῆς διοικήσεως γιγνόμενα ἀναλώματα εἴτε ἐπὶ τόπων εἴτε ἐν τῇ τάξι εἴτε ἐκ ασματος (sic) PRainer Cent.122.6 (V d.C.).
Greek Monolingual
το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα)
το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος
νεοελλ.
1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του
2. ο ψαλμός
3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων»
4. «κύκνειον άσμα» — το τελευταίο πριν από τον θάνατό του έργο ενός ποιητή, μουσουργού ή συγγραφέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδ-μα < άδω.
ΠΑΡ. αρχ. ασμάτιον
μσν.
ασματίζω
μσν.- νεοελλ.
ασματικός.
ΣΥΝΘ. ασματοποιός
αρχ.
ασματοκάμπτης, ασματολογώ
μσν.
ασματογράφος].