ἀπόσπασμα: Difference between revisions
(big3_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apospasma | |Transliteration C=apospasma | ||
|Beta Code=a)po/spasma | |Beta Code=a)po/spasma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is torn off]], a [[piece]], [[rag]], [[shred]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 113b; [[branch]], [[division of a tribe]], Str.9.5.12, cf. Agatharch.57: generally, [[a detached portion]] or [[particle]], ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. τὸ σπέρμα Epicur.''Fr.''329, Zeno Stoic.1.36, Chrysipp.ib.2.191, Ph.1.119; μύθου Corn.''ND''17.<br><span class="bld">2</span> [[avulsion]], [[tearing apart]] of bones, Hp.''Off.''23, cf. Gal.18(2).887. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[fragmento]], [[trozo]], [[pedazo]] ἡλίου de la luna Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.<i>Phd</i>.113b<br /><b class="num">•</b>[[rama]] de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57<br /><b class="num">•</b>[[partícula]] ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.<i>Fr</i>.[161], cf. Zeno.<i>Stoic</i>.1.36, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119<br /><b class="num">•</b>[[fragmento]] de un texto, Corn.<i>ND</i> 17.<br /><b class="num">2</b> medic. [[torcedura]] de los huesos, Hp.<i>Off</i>.23, cf. Gal.18(2).887.<br /><b class="num">3</b> usos inciertos<br /><b class="num">a)</b> trad. del hápax hebr. <i>queres</i> ‘[[mosquito]]’[[ἀπόσπασμα]] ἀπὸ βορρά ἦλθεν [[LXX]] <i>Ie</i>.26.20 (= <i>Ie</i>.46.20 text. hebr.);<br /><b class="num">b)</b> trad. del hápax hebr. <i>gisrah</i> ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ [[ἀπόσπασμα]] αὐτῶν [[LXX]] <i>La</i>.4.7. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0325.png Seite 325]] τό, das abgerissene Stück, Lappen, Plat. Phaed. 113 b; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0325.png Seite 325]] τό, das abgerissene Stück, Lappen, Plat. Phaed. 113 b; Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />partie détachée d'un tout ; extrait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόσπασμα:''' ατος τό кусок, клочок Plat., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόσπασμα''': -ατος, τὸ ([[ἀποσπάω]]) πᾶν μικρὸν [[μέρος]] ἀποσπώμενον, ἢ ἀποχωριζόμενον ἐκ μεγάλου, Πλάτ. Φαίδων 113Β· [[κλάδος]] [[διαίρεσις]] φυλῆς, Στράβ. 434· [[καθόλου]] ἀπεσπασμένον [[μέρος]] ἢ [[μόριον]], Ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ. τὸ [[σπέρμα]] Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2, 905Β, πρβλ. Φίλωνα 1. 119. 2) [[κάταγμα]] τοῦ ἄκρου ὀστοῦ τινος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748, κατὰ τὸν Γαλην. 3) [[ἀπόσπασμα]] ἢ [[τεμάχιον]] ἐκ τῶν ἔργων συγγραφέως τινὸς μεταγεν. | |lstext='''ἀπόσπασμα''': -ατος, τὸ ([[ἀποσπάω]]) πᾶν μικρὸν [[μέρος]] ἀποσπώμενον, ἢ ἀποχωριζόμενον ἐκ μεγάλου, Πλάτ. Φαίδων 113Β· [[κλάδος]] [[διαίρεσις]] φυλῆς, Στράβ. 434· [[καθόλου]] ἀπεσπασμένον [[μέρος]] ἢ [[μόριον]], Ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ. τὸ [[σπέρμα]] Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2, 905Β, πρβλ. Φίλωνα 1. 119. 2) [[κάταγμα]] τοῦ ἄκρου ὀστοῦ τινος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748, κατὰ τὸν Γαλην. 3) [[ἀπόσπασμα]] ἢ [[τεμάχιον]] ἐκ τῶν ἔργων συγγραφέως τινὸς μεταγεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=το (ΑΜ [[ἀπόσπασμα]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] συγγραφικού κειμένου, [[χωρίο]], [[περίοδος]], [[φράση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την [[εκτέλεση]] ειδικής υπηρεσίας<br /><b>2.</b> το εκτελεστικό [[απόσπασμα]] στο οποίο ανατίθεται θανατική [[εκτέλεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> [[κάθε]] μικρό [[τμήμα]] που αποσπάται ή αποχωρίζεται από ένα [[σύνολο]]<br /><b>2.</b> [[κλάδος]], [[υποδιαίρεση]] φυλής<br /><b>3.</b> [[σπάσιμο]], [[κάταγμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόσπασμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί ή αποσπαστεί, [[τεμάχιο]], [[ράκος]], [[απόκομμα]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[From [[ἀποσπάω]]<br />that [[which]] is [[torn]] off, a [[piece]], rag, [[shred]], Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is torn off, a piece, rag, shred, Pl.Phd. 113b; branch, division of a tribe, Str.9.5.12, cf. Agatharch.57: generally, a detached portion or particle, ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. τὸ σπέρμα Epicur.Fr.329, Zeno Stoic.1.36, Chrysipp.ib.2.191, Ph.1.119; μύθου Corn.ND17.
2 avulsion, tearing apart of bones, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 fragmento, trozo, pedazo ἡλίου de la luna Ach.Tat.Intr.Arat.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.Phd.113b
•rama de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57
•partícula ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.Fr.[161], cf. Zeno.Stoic.1.36, Chrysipp.Stoic.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119
•fragmento de un texto, Corn.ND 17.
2 medic. torcedura de los huesos, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.
3 usos inciertos
a) trad. del hápax hebr. queres ‘mosquito’ἀπόσπασμα ἀπὸ βορρά ἦλθεν LXX Ie.26.20 (= Ie.46.20 text. hebr.);
b) trad. del hápax hebr. gisrah ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ ἀπόσπασμα αὐτῶν LXX La.4.7.
German (Pape)
[Seite 325] τό, das abgerissene Stück, Lappen, Plat. Phaed. 113 b; Plut.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
partie détachée d'un tout ; extrait.
Étymologie: ἀποσπάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόσπασμα: ατος τό кусок, клочок Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσπασμα: -ατος, τὸ (ἀποσπάω) πᾶν μικρὸν μέρος ἀποσπώμενον, ἢ ἀποχωριζόμενον ἐκ μεγάλου, Πλάτ. Φαίδων 113Β· κλάδος διαίρεσις φυλῆς, Στράβ. 434· καθόλου ἀπεσπασμένον μέρος ἢ μόριον, Ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ. τὸ σπέρμα Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2, 905Β, πρβλ. Φίλωνα 1. 119. 2) κάταγμα τοῦ ἄκρου ὀστοῦ τινος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748, κατὰ τὸν Γαλην. 3) ἀπόσπασμα ἢ τεμάχιον ἐκ τῶν ἔργων συγγραφέως τινὸς μεταγεν.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἀπόσπασμα)
μσν.- νεοελλ.
τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράση
νεοελλ.
1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας
2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεση
αρχ.
1. γεν. κάθε μικρό τμήμα που αποσπάται ή αποχωρίζεται από ένα σύνολο
2. κλάδος, υποδιαίρεση φυλής
3. σπάσιμο, κάταγμα.
Greek Monotonic
ἀπόσπασμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί ή αποσπαστεί, τεμάχιο, ράκος, απόκομμα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[From ἀποσπάω
that which is torn off, a piece, rag, shred, Plat.