ἀρχαιοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(big3_7)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ακος, ὁ<br />lat. [[censualis]], [[funcionario del censo]] Lyd.<i>Mag</i>.2.30.
|dgtxt=-ακος, ὁ<br />lat. [[censualis]], [[funcionario del censo]] Lyd.<i>Mag</i>.2.30.
}}
{{grml
|mltxt=αρχαιοφύλακας και [[ἀρχαιοφύλαξ]] (-ακος), ο<br /><b>1.</b> ο [[φύλακας]] μουσείου<br /><b>2.</b> ο [[φύλακας]] χώρου αρχαιοτήτων.
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 24 February 2024

Spanish (DGE)

-ακος, ὁ
lat. censualis, funcionario del censo Lyd.Mag.2.30.

Greek Monolingual

αρχαιοφύλακας και ἀρχαιοφύλαξ (-ακος), ο
1. ο φύλακας μουσείου
2. ο φύλακας χώρου αρχαιοτήτων.