αὐθύπαρκτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(big3_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afthyparktos
|Transliteration C=afthyparktos
|Beta Code=au)qu/parktos
|Beta Code=au)qu/parktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">self-subsistent</b>, Hsch. Adv.<b class="b3">-τως</b> Zonar.s.v.<b class="b3">ἕνωσις</b>.</span>
|Definition=αὐθύπαρκτον, [[self-subsistent]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] Adv. αὐθυπάρκτως Zonar.s.v. [[ἕνωσις]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene existencia por sí mismo]] como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Anast.Ant.<i>Fid</i>.M.89.1401A, del alma, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1495B<br /><b class="num"></b>[[consustancial]] esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[consustancialmente]] αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. [[ἕνωσις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθύπαρκτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, [[οὐσία]] ἐστὶ [[πρᾶγμα]] αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.
|lstext='''αὐθύπαρκτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, [[οὐσία]] ἐστὶ [[πρᾶγμα]] αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene existencia por sí mismo]] como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Anast.Ant.<i>Fid</i>.M.89.1401A, del alma, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1495B<br /><b class="num">•</b>[[consustancial]] esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[consustancialmente]] αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. [[ἕνωσις]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθύπαρκτος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται από [[μόνος]] του.
}}
{{pape
|ptext=<i>für sich [[bestehend]], [[selbständig]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθύπαρκτος Medium diacritics: αὐθύπαρκτος Low diacritics: αυθύπαρκτος Capitals: ΑΥΘΥΠΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: authýparktos Transliteration B: authyparktos Transliteration C: afthyparktos Beta Code: au)qu/parktos

English (LSJ)

αὐθύπαρκτον, self-subsistent, Hsch. Adv. αὐθυπάρκτως Zonar.s.v. ἕνωσις.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene existencia por sí mismo como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Anast.Ant.Fid.M.89.1401A, del alma, Leont.H.Nest.M.86.1495B
consustancial esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.
2 adv. -ως consustancialmente αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. ἕνωσις.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθύπαρκτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, οὐσία ἐστὶ πρᾶγμα αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐθύπαρκτος, -ον)
αυτός που υπάρχει ή γίνεται από μόνος του.

German (Pape)

für sich bestehend, selbständig, Sp.