προκατακλίνω: Difference between revisions

(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokataklino
|Transliteration C=prokataklino
|Beta Code=prokatakli/nw
|Beta Code=prokatakli/nw
|Definition=<b class="b3">[ῑ</b>], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cause to lie down before</b> others, at meals, ib.<span class="bibl">15.2.4</span>:—Pass., = [[προκατάκειμαι]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>13.1</span>; <b class="b2">stoop down before</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.6.3</span>.</span>
|Definition=[ῑ], [[cause to lie down before]] others, at meals, ib.15.2.4:—Pass., = [[προκατάκειμαι]], Luc.''DDeor.''13.1; [[stoop down before]], J.''BJ''5.6.3.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0728.png Seite 728]] vorher niederlegen, bes. am ersten Platze od. an einem höhern Platze zu Tische sich niederlegen lassen, Luc. D. D. 13, 1, u. pass. am höhern Platze sich zu Tische legen, ib. 2; s. [[προκατάκειμαι]].
}}
{{bailly
|btext=faire coucher (à table) à la première place <i>ou</i> sur un lit plus élevé que les autres.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατακλίνω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκατάκειμαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-κατακλίνω med. een hogere plaats aan tafel hebben.
}}
{{elru
|elrutext='''προκατακλίνω:''' () сажать выше (за столом): προκατακλίνεσθαί τινος Luc. сесть выше кого-л.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σε [[δείπνο]]) [[καθίζω]] κάποιον στην πρώτη ή ανώτερη [[θέση]] του τραπεζιού<br /><b>2.</b> [[σκύβω]] εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προκατακλίνομαι</i><br />[[είμαι]] ξαπλωμένος [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]], [[προκατάκειμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακλίνω]]/-<i>ομαι</i> «[[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]], [[παρακάθημαι]] σε [[γεύμα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκατακλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>, κάνω κάποιον να ξαπλώσει [[μπροστά]] από άλλους, σε Ιώσηπ. — Παθ., = [[προκατάκειμαι]], σε Λουκ.
}}
{{ls
|lstext='''προκατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] τινὰ πρὸ τῶν ἄλλων, π. χ. ἐν δείπνῳ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 2, 4. ― Παθ., = [[προκατάκειμαι]], Λουκ. Θεῶν Διάλ. 13. 1· [[κύπτω]] πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 6. 3.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -κλῐνῶ<br />to make to lie [[down]] [[before]] others, [[Joseph]].:—Pass., = [[προκατάκειμαι]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

English (LSJ)

[ῑ], cause to lie down before others, at meals, ib.15.2.4:—Pass., = προκατάκειμαι, Luc.DDeor.13.1; stoop down before, J.BJ5.6.3.

German (Pape)

[Seite 728] vorher niederlegen, bes. am ersten Platze od. an einem höhern Platze zu Tische sich niederlegen lassen, Luc. D. D. 13, 1, u. pass. am höhern Platze sich zu Tische legen, ib. 2; s. προκατάκειμαι.

French (Bailly abrégé)

faire coucher (à table) à la première place ou sur un lit plus élevé que les autres.
Étymologie: πρό, κατακλίνω.
Par. προκατάκειμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κατακλίνω med. een hogere plaats aan tafel hebben.

Russian (Dvoretsky)

προκατακλίνω: (ῑ) сажать выше (за столом): προκατακλίνεσθαί τινος Luc. сесть выше кого-л.

Greek Monolingual

Α
1. (σε δείπνο) καθίζω κάποιον στην πρώτη ή ανώτερη θέση του τραπεζιού
2. σκύβω εκ τών προτέρων
3. μέσ. προκατακλίνομαι
είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, προκατάκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακλίνω/-ομαι «ξαπλώνω, πλαγιάζω, παρακάθημαι σε γεύμα»].

Greek Monotonic

προκατακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, κάνω κάποιον να ξαπλώσει μπροστά από άλλους, σε Ιώσηπ. — Παθ., = προκατάκειμαι, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προκατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πρὸ τῶν ἄλλων, π. χ. ἐν δείπνῳ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 2, 4. ― Παθ., = προκατάκειμαι, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 13. 1· κύπτω πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 6. 3.

Middle Liddell

fut. -κλῐνῶ
to make to lie down before others, Joseph.:—Pass., = προκατάκειμαι, Luc.