προλογίζω: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(10)
 
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prologizo
|Transliteration C=prologizo
|Beta Code=prologi/zw
|Beta Code=prologi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">speak a prologue</b>, Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1</span>, etc.; <b class="b2">to be the first speaker</b>, Arg.S.<span class="title">OC</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">to be spokesman</b> in a law-court, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span> 5.1708.27</span> (vi A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med., <b class="b2">consider before</b>, Phld.<span class="title">Mus.</span>p.74 K., Gal.4.815, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Epict.</span>p.26</span> D.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[speak a prologue]], Sch.S.''Ph.''1, etc.; to [[be the first speaker]], Arg.[[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''<br><span class="bld">2</span> to [[be spokesman]] in a [[court of law]], ''PLond.'' 5.1708.27 (vi A.D.).<br><span class="bld">II</span> Med., [[consider before]], Phld.''Mus.''p.74 K., Gal.4.815, Simp.''in Epict.''p.26 D.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0733.png Seite 733]] vorher reden, bes. den Prolog sprechen, auftreten, um den Prolog zu sprechen, Scholl.
}}
{{bailly
|btext=[[être le principal acteur d'une pièce]].<br />'''Étymologie:''' [[πρόλογος]].
}}
{{elru
|elrutext='''προλογίζω:''' рит. произносить пролог или выступать первым в драме.
}}
{{ls
|lstext='''προλογίζω''': [[λέγω]] πρόλογον, παρὰ τοῖς Σχολ. ΙΙ. [[λέγω]] [[πρότερος]], ὁμιλῶ πρῶτος, προλογίζει [[Οἰδίπους]] Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. ἐν τέλει 2) [[μνημονεύω]] [[προηγουμένως]], Κλήμ. Ἀλ. 985. ΙΙΙ. Μέσ., λογίζω, [[ἐξετάζω]] πρότερον, Σιμπλικ. Ἐπιστ. σ. 99. ― Οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ Ἱεροκλ. σ. 152.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[πρόλογος]]<br />[[μιλώ]] [[πρώτος]] («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] τον πρόλογο σε [[κάτι]] («ο [[καθηγητής]] του προλόγισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>2.</b> [[μιλώ]] προεισαγωγικά («τη [[διάλεξη]] του καθηγητή θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]] του ιδρύματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα<br /><b>2.</b> [[μνημονεύω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με δικαστήριο) [[εκφράζω]] τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[προλογίζομαι]]<br />[[εξετάζω]], [[μελετώ]] [[προηγουμένως]].
}}
}}

Latest revision as of 06:51, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλογίζω Medium diacritics: προλογίζω Low diacritics: προλογίζω Capitals: ΠΡΟΛΟΓΙΖΩ
Transliteration A: prologízō Transliteration B: prologizō Transliteration C: prologizo Beta Code: prologi/zw

English (LSJ)

A speak a prologue, Sch.S.Ph.1, etc.; to be the first speaker, Arg.S.OC
2 to be spokesman in a court of law, PLond. 5.1708.27 (vi A.D.).
II Med., consider before, Phld.Mus.p.74 K., Gal.4.815, Simp.in Epict.p.26 D.

German (Pape)

[Seite 733] vorher reden, bes. den Prolog sprechen, auftreten, um den Prolog zu sprechen, Scholl.

French (Bailly abrégé)

être le principal acteur d'une pièce.
Étymologie: πρόλογος.

Russian (Dvoretsky)

προλογίζω: рит. произносить пролог или выступать первым в драме.

Greek (Liddell-Scott)

προλογίζω: λέγω πρόλογον, παρὰ τοῖς Σχολ. ΙΙ. λέγω πρότερος, ὁμιλῶ πρῶτος, προλογίζει Οἰδίπους Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. ἐν τέλει 2) μνημονεύω προηγουμένως, Κλήμ. Ἀλ. 985. ΙΙΙ. Μέσ., λογίζω, ἐξετάζω πρότερον, Σιμπλικ. Ἐπιστ. σ. 99. ― Οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ Ἱεροκλ. σ. 152.

Greek Monolingual

ΝΑ πρόλογος
μιλώ πρώτος («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο πρόεδρος»)
νεοελλ.
1. γράφω τον πρόλογο σε κάτι («ο καθηγητής του προλόγισε το βιβλίο»)
2. μιλώ προεισαγωγικά («τη διάλεξη του καθηγητή θα προλογίσει ο πρόεδρος του ιδρύματος»)
αρχ.
1. λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα
2. μνημονεύω προηγουμένως
3. (σχετικά με δικαστήριο) εκφράζω τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας
4. μέσ. προλογίζομαι
εξετάζω, μελετώ προηγουμένως.