προσφυγή: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosfygi | |Transliteration C=prosfygi | ||
|Beta Code=prosfugh/ | |Beta Code=prosfugh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[refuge]], [[asylum]], POxy.135.25 (vi A.D.).<br><span class="bld">2</span> = [[clientela]], ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] ἡ, Zuflucht, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσφῠγή''': ἡ καταφυγή, [[καταφύγιον]], Γλωσσ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσφεύγω]]<br />[[καταφυγή]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] από [[ανάγκη]], [[ιδίως]] για [[αναζήτηση]] προστασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αίτηση]] σε επίσημη κρατική ή διεθνή [[αρχή]] με την οποία επιδιώκεται [[ακύρωση]], [[ανάκληση]] ή [[τροποποίηση]] μιας πράξης ή απόφασης (α. «[[προσφυγή]] στο [[συμβούλιο]] Επικρατείας» β. «[[προσφυγή]] στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ»)<br /><b>2.</b> (διοικ. δίκ.) σύνηθες και κανονικό ένδικο [[βοήθημα]] που παρέχεται από τη [[νομοθεσία]] για την [[επίλυση]] τών διοικητικών διαφορών ουσίας<br /><b>3.</b> (ποιν. δίκ.) το ένδικο [[βοήθημα]] που μπορεί να ασκηθεί [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της προδικασίας και της ποινικής δίκης και το οποίο δεν αναφέρεται σε δικαστική [[απόφαση]] [[αλλά]] στη [[μεταρρύθμιση]] άλλων πράξεων της ποινικής προδικασίας ή διαδικασίας που επάγονται δυσμενή αποτελέσματα για τον προσφεύγοντα (α. «[[προσφυγή]] [[κατά]] της διατάξεως του εισαγγελέα με την οποία απορρίπτεται η [[έγκληση]]» β. «[[προσφυγή]] [[κατά]] της απευθείας κλήσεως»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πελατεία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A refuge, asylum, POxy.135.25 (vi A.D.).
2 = clientela, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 787] ἡ, Zuflucht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσφῠγή: ἡ καταφυγή, καταφύγιον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσφεύγω
καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας
νεοελλ.
1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο συμβούλιο Επικρατείας» β. «προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ»)
2. (διοικ. δίκ.) σύνηθες και κανονικό ένδικο βοήθημα που παρέχεται από τη νομοθεσία για την επίλυση τών διοικητικών διαφορών ουσίας
3. (ποιν. δίκ.) το ένδικο βοήθημα που μπορεί να ασκηθεί κατά τη διάρκεια της προδικασίας και της ποινικής δίκης και το οποίο δεν αναφέρεται σε δικαστική απόφαση αλλά στη μεταρρύθμιση άλλων πράξεων της ποινικής προδικασίας ή διαδικασίας που επάγονται δυσμενή αποτελέσματα για τον προσφεύγοντα (α. «προσφυγή κατά της διατάξεως του εισαγγελέα με την οποία απορρίπτεται η έγκληση» β. «προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως»)
αρχ.
πελατεία.