desgarrar: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(1) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀμύσσω]], [[ἀναδέρω]], [[ἀναρήττω]], [[ἀναρρήγνυμι]], [[ἀνέλκω]], [[ἀποδρύφω]], [[ἀπολύω]], [[ἀπορρήσσω]], [[ἀποσύρω]], [[ἀποσχίζω]], [[ἀποτρώγω]], [[δαΐζω]], [[δαιτρεύω]], [[δάπτω]], [[δαρδάπτω]], [[δενδροτομέω]], [[δηλέομαι]], [[δῃόω]], [[διαδάπτω]], [[διαδηλέομαι]], [[διακείρω]], [[διακναίω]], [[διακνίζω]], [[διαξαίνω]], [[διαρρήγνυμι]], [[διαρρηγνύω]], [[διασπαράσσω]], [[διασπάω]], [[διασχίζω]], [[διαφύλλω]], [[διαχαράσσω]], [[διέλκω]], [[δρυμάσσω]], [[δρυμάττω]], [[δρύπτω]], [[δρυφάσσω]], [[δρύφω]], [[ἐκκνάω]], [[ἐκξύω]], [[ἐκρήγνυμι]], [[ἕλκω]], [[ἐνσκυθίζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:20, 9 September 2024
Spanish > Greek
ἀμύσσω, ἀναδέρω, ἀναρήττω, ἀναρρήγνυμι, ἀνέλκω, ἀποδρύφω, ἀπολύω, ἀπορρήσσω, ἀποσύρω, ἀποσχίζω, ἀποτρώγω, δαΐζω, δαιτρεύω, δάπτω, δαρδάπτω, δενδροτομέω, δηλέομαι, δῃόω, διαδάπτω, διαδηλέομαι, διακείρω, διακναίω, διακνίζω, διαξαίνω, διαρρήγνυμι, διαρρηγνύω, διασπαράσσω, διασπάω, διασχίζω, διαφύλλω, διαχαράσσω, διέλκω, δρυμάσσω, δρυμάττω, δρύπτω, δρυφάσσω, δρύφω, ἐκκνάω, ἐκξύω, ἐκρήγνυμι, ἕλκω, ἐνσκυθίζω