decisión: Difference between revisions
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
(1) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[αἶσα]], [[ἀξίωμα]], [[ἀπόκρισις]], [[ἀπόφασις]], [[βούλευμα]], [[βούλημα]], [[βούλησις]], [[βουλιτία]], [[βραβεία]], [[βράβευμα]], [[γνώμη]], [[γνῶσις]], [[δέκρητον]], [[διαβούλιον]], [[διαγνώμη]], [[διαγνωρισμός]], [[διάγνωσις]], [[διαδικασία]], [[διάκρισις]], [[διάληψις]], [[διάλημψις]], [[διόρισις]], [[δόγμα]], [[δόκημα]], [[δόκησις]], [[ἔγκρισις]], [[ἐκδικία]], [[ἐπίγνωσις]], [[θελημοσύνη]], [[κρίμα]], [[κρῖμα]], [[κρίσις]], [[ὅρος]], [[ψήφισμα]], [[ϝαδά]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:23, 17 February 2023
Spanish > Greek
αἶσα, ἀξίωμα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, βουλιτία, βραβεία, βράβευμα, γνώμη, γνῶσις, δέκρητον, διαβούλιον, διαγνώμη, διαγνωρισμός, διάγνωσις, διαδικασία, διάκρισις, διάληψις, διάλημψις, διόρισις, δόγμα, δόκημα, δόκησις, ἔγκρισις, ἐκδικία, ἐπίγνωσις, θελημοσύνη, κρίμα, κρῖμα, κρίσις, ὅρος, ψήφισμα, ϝαδά