σάκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(11)
 
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=saktor
|Transliteration C=saktor
|Beta Code=sa/ktwr
|Beta Code=sa/ktwr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">packer</b>, <b class="b3">Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν</b> <b class="b2">who fills</b> the nether world with Persians, of death, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>924</span> (unless <b class="b3">Περσᾶν</b> be taken with <b class="b3">ἥβαν</b>).</span>
|Definition=-ορος, ὁ, [[packer]], <b class="b3">Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν</b> [[who fills]] the nether world with Persians, of death, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''924 (unless [[Περσᾶν]] be taken with [[ἥβαν]]).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0859.png Seite 859]] ορος, ὁ, der Vollstopfer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, der den Hades vollstopft, die Unterwelt mit Todten füllt, Aesch. Pers. 888.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />celui qui remplit, qui entasse : [[σάκτωρ]] ᾍδου ESCHL pourvoyeur des Enfers.<br />'''Étymologie:''' [[σάττω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σάκτωρ -ορος, ὁ [σάττω] iem. die volstopt:. Ἅιδου σ. Περσᾶν die de Hades volstopt met Perzen (gezegd van Xerxes) Aeschl. Pers. 924.
}}
{{elru
|elrutext='''σάκτωρ:''' ορος ὁ набивающий, наполняющий: Ἃιδου σ. [[Περσᾶν]] Aesch. (Ксеркс), наполнивший Гадес (убитыми) персами.
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φορτώνει ή γεμίζει [[κάτι]] («Ἅιδου σάκτορι Περσᾱν» — αυτός που γεμίζει τον [[κάτω]] κόσμο με Πέρσες, [[δηλαδή]] ο [[θάνατος]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[τακτοποιώ]], [[στοιβάζω]]» (για το θ. <i>σακ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[τινάκτωρ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σάκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[σάττω]]), αυτός που φορτώνει, που συσκευάζει· Ἅιδου [[σάκτωρ]], αυτός που επισωρεύει και γεμίζει τον Κάτω Κόσμο με νεκρούς, σε Αισχύλ.
}}
{{ls
|lstext='''σάκτωρ''': -ορος, ὁ, ([[σάττω]]) ὁ φορτώνων, γεμίζων, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, ὁ πληρῶν τὸν [[κάτω]] κόσμον μὲ Πέρσας, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 924 (ἂν μὴ ἡ γεν. Περσᾶν συναφθῇ μετὰ τοῦ ἥβαν, οὐχὶ μετὰ τοῦ σάκτορι).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σάκτωρ]], ορος, ὁ, [[σάττω]]<br />a packer, Ἅιδου [[σάκτωρ]] who crowds the [[nether]] [[world]] (with [[dead]] men), Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάκτωρ Medium diacritics: σάκτωρ Low diacritics: σάκτωρ Capitals: ΣΑΚΤΩΡ
Transliteration A: sáktōr Transliteration B: saktōr Transliteration C: saktor Beta Code: sa/ktwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, packer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν who fills the nether world with Persians, of death, A.Pers.924 (unless Περσᾶν be taken with ἥβαν).

German (Pape)

[Seite 859] ορος, ὁ, der Vollstopfer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, der den Hades vollstopft, die Unterwelt mit Todten füllt, Aesch. Pers. 888.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
celui qui remplit, qui entasse : σάκτωρ ᾍδου ESCHL pourvoyeur des Enfers.
Étymologie: σάττω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάκτωρ -ορος, ὁ [σάττω] iem. die volstopt:. Ἅιδου σ. Περσᾶν die de Hades volstopt met Perzen (gezegd van Xerxes) Aeschl. Pers. 924.

Russian (Dvoretsky)

σάκτωρ: ορος ὁ набивающий, наполняющий: Ἃιδου σ. Περσᾶν Aesch. (Ксеркс), наполнивший Гадес (убитыми) персами.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φορτώνει ή γεμίζει κάτι («Ἅιδου σάκτορι Περσᾱν» — αυτός που γεμίζει τον κάτω κόσμο με Πέρσες, δηλαδή ο θάνατος, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + επίθημα -τωρ (πρβλ. τινάκτωρ)].

Greek Monotonic

σάκτωρ: -ορος, ὁ (σάττω), αυτός που φορτώνει, που συσκευάζει· Ἅιδου σάκτωρ, αυτός που επισωρεύει και γεμίζει τον Κάτω Κόσμο με νεκρούς, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σάκτωρ: -ορος, ὁ, (σάττω) ὁ φορτώνων, γεμίζων, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, ὁ πληρῶν τὸν κάτω κόσμον μὲ Πέρσας, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 924 (ἂν μὴ ἡ γεν. Περσᾶν συναφθῇ μετὰ τοῦ ἥβαν, οὐχὶ μετὰ τοῦ σάκτορι).

Middle Liddell

σάκτωρ, ορος, ὁ, σάττω
a packer, Ἅιδου σάκτωρ who crowds the nether world (with dead men), Aesch.