σεμνοπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=semnoprepeia
|Transliteration C=semnoprepeia
|Beta Code=semnopre/peia
|Beta Code=semnopre/peia
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">grave, solemn bearing</b>, <span class="bibl">D.L.8.36</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[grave]], [[solemn bearing]], D.L.8.36.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0871.png Seite 871]] ἡ, würdiger, vornehmer Anstand, Würde im Aeußern; Diog. L. 8, 36; Synes.
}}
{{elru
|elrutext='''σεμνοπρέπεια:''' ἡ [[величавость]], [[серьезность]] Diog. L.
}}
{{ls
|lstext='''σεμνοπρέπεια''': ἡ, [[σοβαρός]], σεμνὸς [[τρόπος]], ἐξωτερικόν, μεγαλεῖον, Διογ. Λ. 8. 36· ἐπὶ προσφωνήσεων, ἡ, σὴ σεμν., ὡς τὸ παρ’ ἡμῖν «ἡ ὑμετέρα [[μεγαλειότης]]», Συνέσ. 266Β, κτλ.· ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σεμνοπρεπής]]<br />[[σεμνοπρεπής]] [[συμπεριφορά]], σοβαρή και σεμνή [[εμφάνιση]] και [[διαγωγή]], [[ευπρέπεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ σὴ [[σεμνοπρέπεια]]»<br />(ως [[προσφώνηση]]) η εξοχότητά σου.
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνοπρέπεια Medium diacritics: σεμνοπρέπεια Low diacritics: σεμνοπρέπεια Capitals: ΣΕΜΝΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: semnoprépeia Transliteration B: semnoprepeia Transliteration C: semnoprepeia Beta Code: semnopre/peia

English (LSJ)

ἡ, grave, solemn bearing, D.L.8.36.

German (Pape)

[Seite 871] ἡ, würdiger, vornehmer Anstand, Würde im Aeußern; Diog. L. 8, 36; Synes.

Russian (Dvoretsky)

σεμνοπρέπεια:величавость, серьезность Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνοπρέπεια: ἡ, σοβαρός, σεμνὸς τρόπος, ἐξωτερικόν, μεγαλεῖον, Διογ. Λ. 8. 36· ἐπὶ προσφωνήσεων, ἡ, σὴ σεμν., ὡς τὸ παρ’ ἡμῖν «ἡ ὑμετέρα μεγαλειότης», Συνέσ. 266Β, κτλ.· ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σεμνοπρεπής
σεμνοπρεπής συμπεριφορά, σοβαρή και σεμνή εμφάνιση και διαγωγή, ευπρέπεια
αρχ.
φρ. «ἡ σὴ σεμνοπρέπεια»
(ως προσφώνηση) η εξοχότητά σου.