separadamente: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(3) |
m (esel replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀμφίς]], [[ἀναμέρος]], [[ἄνδιχα]], [[ἀπάτερθε]], [[ἀπεσχοινισμένως]], [[ἀποκρίτως]], [[ἀπολύτως]], [[ἀσυνθέτως]], [[διακεκομμένως]], [[διακεχωρισμένως]], [[διακριδόν]], [[διακριτικῶς]], [[διαλελυμένως]], [[κατὰ διάληψιν]], [[διαμεμερισμένως]], [[διαπεφορημένως]], [[διαστατικῶς]], [[διαστατῶς]], [[διεζευγμένως]], [[διενηνεγμένως]], [[διεσταλμένως]], [[διῃρημένως]], [[ἑκάς]], [[ἐκκριδόν]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:46, 12 October 2022
Spanish > Greek
ἀμφίς, ἀναμέρος, ἄνδιχα, ἀπάτερθε, ἀπεσχοινισμένως, ἀποκρίτως, ἀπολύτως, ἀσυνθέτως, διακεκομμένως, διακεχωρισμένως, διακριδόν, διακριτικῶς, διαλελυμένως, κατὰ διάληψιν, διαμεμερισμένως, διαπεφορημένως, διαστατικῶς, διαστατῶς, διεζευγμένως, διενηνεγμένως, διεσταλμένως, διῃρημένως, ἑκάς, ἐκκριδόν