σταδία: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stadia | |Transliteration C=stadia | ||
|Beta Code=stadi/a | |Beta Code=stadi/a | ||
|Definition=<b | |Definition=ἡ λυχνία, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σταδία''': ἡ, «ἡ [[λυχνία]]» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γεωδ.-τοπογρ.) [[κανόνας]] γνωστού μήκους ο [[οποίος]], σε συνδυασμό με ένα [[σταδιόμετρο]], χρησιμοποιείται για την έμμεση [[οπτική]] [[μέτρηση]] αποστάσεων [[κατά]] τις τοπογραφικές και γεωδαιτικές εργασίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οριζόντια [[σταδία]]» — οριζόντια [[σταδία]] με ή [[χωρίς]] υποδιαιρέσεις και με σημειωμένα τα [[άκρα]] της, τα οποία έχουν [[μεταξύ]] τους μια ακριβώς προσδιορισμένη [[απόσταση]]<br />β) «κατακόρυφη [[σταδία]]» — [[μεγάλη]] [[σταδία]] με υποδιαιρέσεις η οποία τοποθετείται κατακόρυφα και αποτελεί τον στόχο [[κατά]] τη [[σκόπευση]] με κατάλληλο όργανο<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[λυχνία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάδιος]] «[[αλύγιστος]], ορθωμένος». Το αρχ. [[ερμήνευμα]] της λ. οφείλεται πιθ. στην ορθή [[θέση]] της [[λυχνίας]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ λυχνία, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σταδία: ἡ, «ἡ λυχνία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
1. (γεωδ.-τοπογρ.) κανόνας γνωστού μήκους ο οποίος, σε συνδυασμό με ένα σταδιόμετρο, χρησιμοποιείται για την έμμεση οπτική μέτρηση αποστάσεων κατά τις τοπογραφικές και γεωδαιτικές εργασίες
2. φρ. α) «οριζόντια σταδία» — οριζόντια σταδία με ή χωρίς υποδιαιρέσεις και με σημειωμένα τα άκρα της, τα οποία έχουν μεταξύ τους μια ακριβώς προσδιορισμένη απόσταση
β) «κατακόρυφη σταδία» — μεγάλη σταδία με υποδιαιρέσεις η οποία τοποθετείται κατακόρυφα και αποτελεί τον στόχο κατά τη σκόπευση με κατάλληλο όργανο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ λυχνία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιος «αλύγιστος, ορθωμένος». Το αρχ. ερμήνευμα της λ. οφείλεται πιθ. στην ορθή θέση της λυχνίας].