στραγγαλιά: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=straggalia | |Transliteration C=straggalia | ||
|Beta Code=straggalia/ | |Beta Code=straggalia/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[induration in the limbs]], esp. caused by humours, ''Hippiatr.''51.<br><span class="bld">II</span>= [[στραγγαλίς]], Ptol.''Tetr.''200, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''Glossaria'': metaph., [[LXX]] ''Is.''58.6. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] ἡ, gedrehter Strang. Schlinge, Fallstrick, auch übertr., List, verfängliche Frage u. dgl., Sp. S. [[στραγγαλίς]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στραγγᾰλιά''': ή, = [[στραγγαλίς]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σελ. 278, Ἡσύχ.· - μεταφορ., Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΝΗ΄, 6). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ή, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιπλοκή]] («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στραγγαλιαί</i><br />δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ- β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος, ὁ δὲ Θεοδοτίων διεστραμμένα», Θεοδώρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολύπλοκος]] [[κόμπος]]<br /><b>2.</b> [[σκίρρωμα]], [[σκλήρυνση]] μελών του σώματος στις αρθρώσεις τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στραγγάλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A induration in the limbs, esp. caused by humours, Hippiatr.51.
II= στραγγαλίς, Ptol.Tetr.200, Hsch., Glossaria: metaph., LXX Is.58.6.
German (Pape)
[Seite 950] ἡ, gedrehter Strang. Schlinge, Fallstrick, auch übertr., List, verfängliche Frage u. dgl., Sp. S. στραγγαλίς.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγᾰλιά: ή, = στραγγαλίς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σελ. 278, Ἡσύχ.· - μεταφορ., Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΝΗ΄, 6).
Greek Monolingual
ή, ΜΑ
1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.)
2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί
δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ- β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος, ὁ δὲ Θεοδοτίων διεστραμμένα», Θεοδώρ.)
αρχ.
1. πολύπλοκος κόμπος
2. σκίρρωμα, σκλήρυνση μελών του σώματος στις αρθρώσεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη + κατάλ. -ιά].