συγκερασμός: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkerasmos | |Transliteration C=sygkerasmos | ||
|Beta Code=sugkerasmo/s | |Beta Code=sugkerasmo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ, [[mixing]], [[tempering]], ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0967.png Seite 967]] ὁ, das Vermischen, Mildern, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συγκερασμός''': ὁ, [[σύγκρασις]], [[μῖξις]], [[μετρίασις]], Γλωσσ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ [[συγκεράννυμι]]<br />1.(κυριολ. και μτφ.) [[ανάμιξη]], [[ανακάτεμα]] (α. «[[συγκερασμός]] του οίνου» β. «[[συγκερασμός]] αντιλήψεων»)<br /><b>2.</b> [[μετριασμός]], [[περιστολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[ρύθμιση]] μιας ηχητικής πηγής, όπως [[είναι]] η [[φωνή]] ή μια [[χορδή]], [[έτσι]] ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε [[αναλογία]] [[προς]] ένα δεδομένο τονικό ύψος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, mixing, tempering, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 967] ὁ, das Vermischen, Mildern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκερασμός: ὁ, σύγκρασις, μῖξις, μετρίασις, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ συγκεράννυμι
1.(κυριολ. και μτφ.) ανάμιξη, ανακάτεμα (α. «συγκερασμός του οίνου» β. «συγκερασμός αντιλήψεων»)
2. μετριασμός, περιστολή
νεοελλ.
μουσ. η ρύθμιση μιας ηχητικής πηγής, όπως είναι η φωνή ή μια χορδή, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε αναλογία προς ένα δεδομένο τονικό ύψος.