χερουβίμ: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
(strοng) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=plural of [[Hebrew]] [[origin]] (כְּרוּב); "cherubim" (i.e. cherubs or kerubim): cherubims. | |strgr=plural of [[Hebrew]] [[origin]] (כְּרוּב); "cherubim" (i.e. cherubs or kerubim): cherubims. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[χερουβείμ]], τα, ΝΜΑ, και [[χερουβίν]] ΜΑ<br />ανώτατη [[τάξη]] ουράνιων, αγγελικών όντων, [[κοντά]] στον θρόνο του θεού, για να τον υμνούν και να καλύπτουν την [[δόξα]] του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ τοῦ θρόνου δόξης τῶν [[χερουβίμ]] ἐπαναπαυόμενος», Ακολ. Όρθρ.<br />β. «τί... ἐστί [[χερουβίμ]]; πεπληθυσμένη [[γνῶσις]]», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «ἔταξε τὰ χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν... φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς», ΠΔ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>ker</i><i>ū</i><i>b</i><i>ī</i><i>m</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:50, 25 March 2021
English (Strong)
plural of Hebrew origin (כְּרוּב); "cherubim" (i.e. cherubs or kerubim): cherubims.
Greek Monolingual
και χερουβείμ, τα, ΝΜΑ, και χερουβίν ΜΑ
ανώτατη τάξη ουράνιων, αγγελικών όντων, κοντά στον θρόνο του θεού, για να τον υμνούν και να καλύπτουν την δόξα του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ τοῦ θρόνου δόξης τῶν χερουβίμ ἐπαναπαυόμενος», Ακολ. Όρθρ.
β. «τί... ἐστί χερουβίμ; πεπληθυσμένη γνῶσις», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «ἔταξε τὰ χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν... φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς», ΠΔ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kerūbīm].