χρυσοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(47c)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλέφαρο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολη</i>.
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλέφαρο]] ([[πρβλ]]. [[καλλιβλέφαρος]]). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολη</i>.
}}
}}

Latest revision as of 06:49, 13 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + βλέφαρο (πρβλ. καλλιβλέφαρος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολη.